Γράφει και προτείνει ο δικηγόρος ΘΑΝ.ΤΣΙΩΚΟΣ-ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ
Η μαρξιστική προσέγγιση για τις κρίσεις
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι άρρηκτα συνυφασμένη με κρίσεις. Ήταν γνωστό άλλωστε σε «αιρετικούς» οικονομολόγους από την εποχή της Κλασικής Σχολής της Πολιτικής Οικονομίας.
-Οι χρηματοοικονομικές κρίσεις αποτελούν επιμέρους εκδηλώσεις των γενικότερων οικονομικών κρίσεων του καπιταλισμού (των κρίσεων υπερσυσσώρευσης) που πλήττουν τη συνολική διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, είτε συνιστούν σχετικά «αυτόνομες» από την υπόλοιπη οικονομία εκδηλώσεις των αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν ειδικά τη χρηματοπιστωτική σφαίρα.
Καπιταλισμός και χρηματοπιστωτική σφαίρα
Ο Μαρξ έδειξε στο Κεφάλαιο ότι ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα σύστημα απόσπασης υπερεργασίας ή ιδιοποίησης υπερπροϊόντος (η απόσπαση υπερεργασίας και η ιδιοποίηση υπερπροϊόντος χαρακτηρίζουν κάθε ταξική κοινωνία: τη δουλοκτητική, τη φεουδαρχική, την ασιατική).
-Η ειδοποιός διαφορά του καπιταλισμού είναι ότι η διαδικασία παραγωγής υπερπροϊόντος παίρνει τη μορφή του χρήματος που παράγει περισσότερο χρήμα, του χρήματος ως αυτοσκοπού .
Στο πλαίσιο αυτό το χρήμα δεν αποτελεί ένα «παραγόμενο εμπόρευμα», όπως πίστευε η Κλασική Πολιτική Οικονομία , αλλά την «πραγματοποίηση της κεφαλαιακής σχέσης».
-Το χρήμα παράγεται επομένως σε αντιστοιχία με τη δυναμική της διευρυμένης αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης, ως κατά κύριο λόγο πιστωτικό χρήμα, ως προεξόφληση του μέλλοντος, ως το παρόν τμήμα της μελλοντικής κερδοφορίας και κατ’ επέκταση του μελλοντικού εισοδήματος. Έτσι, ο καπιταλισμός αποτελεί ένα σύστημα παραγωγής στο οποίο όλη η συνοχή της διαδικασίας αναπαραγωγής στηρίζεται στην πίστη.
-Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί έτσι βασικό μοχλό της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Η χρηματοπιστωτική σφαίρα επιτελεί μια σειρά κρίσιμες λειτουργίες, ορισμένες από τις οποίες είναι:
– συγκεντρώνει και «καναλιζάρει» χρήμα που βρίσκεται “άπραγο” στα χέρια του “κοινού” και το διαθέτει ως χρηματικό κεφάλαιο στους καπιταλιστές.
– προεξοφλώντας τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης , δημιουργεί χρήμα, κυρίως ως χρηματικό κεφάλαιο διαθέσιμο στους καπιταλιστές.
– επιτρέπει τη γρήγορη μετακίνηση του κεφαλαίου από τομέα σε τομέα της οικονομίας και με την έννοια αυτή εντείνει τον κεφαλαιακό ανταγωνισμό και τη συσσώρευση.
-επιτελεί μια διαδικασία συνεχούς αποτίμησης των πάγιων κεφαλαίων των επιχειρήσεων,που ενώ βρίσκονται πλέον εκτός κυκλοφορίας, η αξία τους υπεισέρχεται αποφασιστικά στον προσδιορισμό του ύψους κερδοφορίας (του ποσοστού κέρδους) του κεφαλαίου.
– δημιουργεί ένα σύστημα “διαχείρισης επιχειρηματικού κινδύνου” για κάθε μορφή οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως μέσω των παραγώγων.
-καθιστά σύμμετρες τις πιο διαφορετικές μορφές περιουσιακών αποδόσεων και επομένως συμβάλλει στην ομογενοποίηση των επιμέρους διαδικασιών διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
-«Η χρηματοπιστωτική σφαίρα ως σύνολο, αλλά και οι επιμέρους λειτουργίες της απέχουν πολύ από το να αποτελούν κερδοσκοπικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος.
-Σημαντική συνιστώσα της σύγχρονης εξέλιξης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, συνυφασμένη με την κατάρρευση του συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και τη διεθνοποίηση και φιλελευθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι η ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών παραγώγων.
– Μέσω των χρηματοπιστωτικών παραγώγων «αναμειγνύονται», συνδέονται και «συγκρίνονται» οι αποδόσεις των κάθε είδους χρηματοπιστωτικών τίτλων σε διεθνές επίπεδο, ο διεθνής κεφαλαιακός ανταγωνισμός οξύνεται, και αντίστοιχα εντείνεται η διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου και η πίεση που ασκείται πάνω στην εργασία για αυξημένη «διεθνή ανταγωνιστικότητα».
-Βασικό στοιχείο στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι «ο οικονομικός χρόνος», η διαφορά ανάμεσα στην «παρούσα» και τη «μελλοντική αξία», δηλαδή η προσδοκία της μελλοντικής κερδοφορίας (των μελλοντικών αποδόσεων) από την οποία εξαρτάται η παρούσα «προεξόφλησή της».
– Η τάση για επέκταση των χρηματικών μέσων που καλούνται να λειτουργήσουν ως κεφάλαιο σε αντιστοιχία με την προσδοκώμενη μελλοντική παραγωγή και απόδοση συνιστά εγγενώς ένα «ασταθές στοιχείο» του συστήματος, μια «δυνατότητα» (χρηματοπιστωτικής) κρίσης.
Γενικά χαρακτηριστικά της σημερινής κρίσης
Στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ παρατηρούσε: «Όσο καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας θα εμφανίζεται ως η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος, και, επομένως, ως ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή, είναι αναπόφευκτες οι χρηματικές κρίσεις, είτε ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις είτε σαν όξυνση πραγματικών κρίσεων».
-Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν άλλοτε προάγγελο και άλλοτε αποτέλεσμα της εκδήλωσης μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου.
-Άλλοτε πάλι, η χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώνεται «ανεξάρτητα» από τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Δηλαδή δεν επηρεάζει σε υπολογίσιμο βαθμό το ύψος της κερδοφορίας και το επίπεδο απασχόλησης των «παραγωγικών συντελεστών» στους άλλους τομείς της οικονομίας πέραν της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ή κάποιων επιμέρους περιοχών της.
– Αυτό συνέβη με τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση τον Οκτώβριο 1987, όταν κατέρρευσαν οι τιμές των μετοχών στη Γουόλ Στρητ και τα διεθνή χρηματιστήρια, δίνοντας την ευκαιρία στον διεθνή οικονομικό τύπο να μιλήσει για «επιστροφή στο 1929 και τη μεγάλη ύφεση», αλλά και στις περισσότερες από τις 117 χρηματοπιστωτικές κρίσεις που καταγράφονται από το 1974 έως το 2002 .
-Είναι προφανές ότι κάθε συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική κρίση πρέπει να μελετηθεί τόσο σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όσο και σε σχέση με την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες σφαίρες οικονομικής δραστηριότητας και τη γενικότερη οικονομική συγκυρία, προτού καταστεί δυνατό να εξαχθούν συμπεράσματα για τις αιτίες, την έκταση και τις επιπτώσεις της.
-Για να κατανοήσει κανείς τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι γόνιμη η γενική αναφορά στην «κερδοσκοπία» της χρηματοπιστωτικής σφαίρας.
Άλλωστε, κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα είναι «κερδοσκοπική», κάθε «προκαταβολή» (χρηματικού) κεφαλαίου έχει ως σκοπό το μέγιστο δυνατό κέρδος, ενώ η επιλογή της μιας ή της άλλης σφαίρας οικονομικής δραστηριότητας (της βιομηχανικής παραγωγής, του εμπορίου, του τραπεζικού κλάδου, του χρηματιστηρίου…) είναι απλώς το μέσο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
-Το κεφάλαιο μεταναστεύει διαρκώς από τον ένα τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας στον άλλο, αυξάνει ή μειώνει την εμπλοκή του στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, επιλέγει ανάμεσα στην παραγωγή του ενός ή του άλλου εμπορεύματος με μόνο κριτήριο την εξυπηρέτηση του σκοπού της αυξημένης κερδοφορίας.
– Η αναφορά στην «κερδοσκοπία», ή η επίκληση της κεϋνσιανής έμπνευσης υποτιθέμενης διχοτομίας ανάμεσα στην «πραγματική οικονομία» και τον «καπιταλισμό-καζίνο» (του χρηματοπιστωτικού τομέα) ελάχιστα έχει να προσφέρει στην κατανόηση των ιδιαίτερων μηχανισμών από τους οποίους προκύπτει η κάθε συγκεκριμένη χρηματοπιστωτική κρίση.
-Διότι, οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι ίδιες μεταξύ τους όχι μόνο ως προς την ένταση ή τις επιπτώσεις τους, αλλά ούτε ως προς τους μηχανισμούς γέννησής τους ή τα γενικά χαρακτηριστικά τους.
-Η κρίση του 1987 προέκυψε από την κατάρρευση των προσδοκιών ανάκαμψης της αμερικανικής και διεθνούς οικονομίας, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε χρηματιστηριακό πανικό.
-Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις στη Νοτιοανατολική Ασία (1997-98), στη Ρωσία (1998), στη Βραζιλία (1998-99), στην Τουρκία (2001) ή στην Αργεντινή (2001) συνδέονταν με τη φιλελευθεροποίηση των διεθνών συναλλαγών και του τραπεζικού συστήματος, τη διόγκωση του δημόσιου χρέους και την κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης, και τελικώς την κρίση της συναλλαγματικής ισοτιμίας που μετεξελίχθηκε σε γενικευμένη χρηματοπιστωτική και τραπεζική κρίση με ιδιαίτερα οξείες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Και πάλι για τα πιστωτικά παράγωγα-χρηματοοικονομικά εργαλεία
-Αντίθετα από τις προηγούμενες κρίσεις, η παρούσα κρίση (2008) που πλήττει τον διεθνή τραπεζικό τομέα με επίκεντρο τις ΗΠΑ συνδέεται με την ανάπτυξη μιας κατηγορίας πιστωτικών παραγώγων, που προκύπτουν από τιτλοποίηση χρεών, που χρησιμοποιούν άλλα χρέη ως εγγύηση (Collateralized Debt Obligations, CDO). Τα παράγωγα αυτά συνιστούν συμφωνίες ομαδοποίησης και τιτλοποίησης χρεών που συνάπτονται στην αγορά στεγαστικών ενυπόθηκων δανείων και στοχεύουν στην κατηγοριοποίηση και διασπορά του πιστωτικού κινδύνου αυτών των δανείων.
-Αυτό που έφερε στην επιφάνεια η παρούσα κρίση είναι ότι η διαδικασία αυτή διασποράς του πιστωτικού κινδύνου, στο γενικότερο πλαίσιο έντασης του ανταγωνισμού μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και στροφής τους από τις επιχειρήσεις προς το «πλατύ κοινό» (καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια), λειτούργησε ως εφαλτήριο για τις τράπεζες και άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στο να συνάπτουν δάνεια όλο και χαμηλότερης φερεγγυότητας.
-Καθώς με την αλλαγή της οικονομικής συγκυρίας αυξανόταν δραματικά το ποσοστό αυτών των ενυπόθηκων δανείων που δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, κατέρρεαν και οι τιμές των παράγωγων τίτλων, με αποτέλεσμα, ό,τι σχεδιάστηκε ως διασπορά του χρηματοπιστωτικού κινδύνου να λειτουργεί πλέον ως διάχυση της κρίσης στο αμερικανικό και διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το μέγεθος της κρίσης φαίνεται από το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ έθεσε σε λειτουργία μια πρωτοφανή στην ιστορία του καπιταλισμού διαδικασία προσφοράς χρήματος (χαμηλότοκων δανείων) προς τις εμπορικές τράπεζες αλλά και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (καίτοι μάλιστα αυτά τα τελευταία δεν λειτουργούν υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας), για να στηρίξει την πιστωτική τους αξιοπιστία.
-Καίτοι, το μέγεθος της παρέμβασης της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, η κατεύθυνση της παρέμβασης αυτής (που αντίκειται προφανώς προς τα νεοφιλελεύθερα και μονεταριστικά δόγματα των «αντιπληθωριστικών» περιοριστικών νομισματικών πολιτικών) ήταν γνωστή στον Μαρξ ενάμιση σχεδόν αιώνα πριν, ο οποίος έλεγε: «[…] είναι σαφές ότι όσον καιρό δεν έχει κλονιστεί η πίστη μιας τράπεζας, η τράπεζα αυτή σε τέτοιες περιπτώσεις καταπραΰνει τον πανικό, αυξάνοντας το πιστωτικό χρήμα, ή τον εντείνει, αποσύροντάς το από την κυκλοφορία»
-Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η παρέμβαση αυτή είναι ικανή να «απορροφήσει» τη χρηματοπιστωτική κρίση, ή εάν αντίθετα η κρίση έχει τέτοιο βάθος και ρίζες που θα εξελιχθεί σε τραπεζική κρίση διαρκείας, και ξεπερνώντας τα σύνορα του τραπεζικού τομέα, σε πτώση των κερδών και των ρυθμών μεγέθυνσης ολόκληρης της οικονομίας, σε ύφεση.
Οι Τράπεζες
Για να κατανοηθεί η σύγχρονη αλυσίδα πίστωσης πρέπει να γίνει κατανοητή έτι περαιτέρω η κατηγορία ιδιαίτερων εμπορευμάτων τα οποία επιτρέπει την ύπαρξη αυτής της αλυσίδας:Τα παράγωγα, ως άνω, και ειδικότερα τα πιστωτικά παράγωγα:
Μία τράπεζα είναι γενικά μία επιχείρηση η οποία στοχεύει στην παραγωγή κέρδους μέσω του δανεισμού επιχειρήσεων ή άλλων ομάδων οικονομικών υποκειμένων. Ο δανεισμός ενέχει δύο δραστηριότητες:
-Τη δραστηριότητα έκδοσης του δανείου και τη δραστηριότητα υπολογισμού και ανάληψης του πιστωτικού κινδύνου από την πραγματοποίηση του δανείου.
-Μέχρι την εμφάνιση των πιστωτικών παραγώγων οι τράπεζες μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τις απώλειες από τη δεύτερη δραστηριότητα, κυρίως μέσω εταιριών ασφάλισης, αλλά δεν μπορούσαν να διαχωρίσουν τις δύο δραστηριότητες.
Δηλαδή την ανάληψη κινδύνου από τη διαδικασία δανεισμού. Μέσω των πιστωτικών παραγώγων είναι δυνατό οι δύο δραστηριότητες να διαχωριστούν, δηλαδή είναι δυνατό να διαχωριστεί οικονομικά ο κίνδυνος ενός χρέους από το ίδιο το χρέος.
Επαναλαμβάνουμε εδώ γίνεται λόγος μόνο για τρείς δομές πιστωτικών παραγώγων:
-Τις συμφωνίες ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου (credit default swap= CDS),
-τα χρεόγραφα συνδεδεμένα με πιστώσεις (credit linked notes=CLN)
-και στα πιστωτικά παράγωγα τα οποία συνδέονται με την πρόσφατη κρίση στην αγορά των ενυπόθηκων δανείων και τις συνέπειες που επέφερε στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, τα CDO (Collateralized Debt Obligations). Δηλαδή σε χρέη (Obligations-Debt) που χρησιμοποιούν άλλα χρέη (Debts) ως εγγύηση (Collateral).
Τι είναι το πιστωτικό παράγωγο
Το πιστωτικό παράγωγο είναι ένα συμβόλαιο μεταξύ των Α και Β. Αν υποθέσουμε ότι αυτό το συμβόλαιο αναφέρεται σε ένα ομόλογο Χ (ή σε κάποια άλλη μορφή χρέους) τότε αυτό το συμβόλαιο ορίζει ότι ο Α πληρώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα ένα χρηματικό ποσό στον Β και ο Β αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει στον Α ένα ποσό, ένα τμήμα της αξίας του Χ, αν συμβεί κάποιο (πιστωτικό) γεγονός στο Χ –για παράδειγμα η χρεοκοπία της επιχείρησης Γ που εκδίδει το Χ. Το είδος του «πιστωτικού γεγονότος» έχει συμφωνηθεί με την έναρξη του συμβολαίου.
Συμφωνία Ανταλλαγής Πιστωτικού Κινδύνου (Credit Default Swap, CDS)
Το CDS (Credit Default Swap – Συμφωνία Ανταλλαγής Πιστωτικού Κινδύνου). Πρόκειται για χρηματοπιστωτικά εμπορεύματα με τα οποία μπορεί να τιμολογηθεί ο κίνδυνος από μία μορφή δανεισμού και να μεταφερθεί σε κάποιον άλλο. Επομένως διαχωρίζει τον κίνδυνο από τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν τη διαδικασία του δανεισμού.
Χρεόγραφα συνδεδεμένα με πιστώσεις (Credit Linked Notes, CLN)
Πρόκειται για εμπορεύματα που χρησιμεύουν στις εταιρίες που δεν μπαίνουν στην αγορά παραγώγων. Πρόκειται δηλαδή για συνήθεις υποχρεώσεις χρέους (debt obligations) στις οποίες όμως έχει ενσωματωθεί ένα πιστωτικό παράγωγο (CDS). Οι πληρωμές του πιστωτικού παραγώγου μεταφέρονται στις αποδόσεις που παίρνουν οι κάτοχοι των CLN. Εκδίδονται από τράπεζες ή εταιρείες, αλλά συνήθως εκδότης είναι μία εταιρία ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle SPV).
Χρέη με εγγύηση, (εγγυημένα) χρέη (Collateralized Debt Obligations, CDO)
Η έκφραση CDO προέρχεται από τα αρχικά των όρων Collateralized Debt Obligations. Αναφέρεται σε χρέη (Obligations-Debt) που χρησιμοποιούν ως βάση άλλα χρέη (Debts) τα οποία έχουν μιας μορφής εγγύηση (Collateral). Αυτά αποτελούν χρηματοπιστωτικά προϊόντα τα οποία προέρχονται από το συνδυασμό των τεχνικών τιτλοποίησης χρέους και – για μία κατηγορία CDO – την ανάπτυξη των πιστωτικών παραγώγων.
Στη χρηματοπιστωτική διάλεκτο πρόκειται για μία υποκατηγορία των ABS (Asset-Backed Securities) δηλαδή τίτλων εγγυημένων από περιουσιακά στοιχεία.
-Τα περιουσιακά στοιχεία είναι διάφορες μορφές χρέους (όπως εκπαιδευτικά και στεγαστικά δάνεια, χρηματοδοτικές μισθώσεις, πιστωτικές κάρτες, εγγυημένα χρεωστικά ομόλογα, δάνεια αυτοκίνητων, φόροι, εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, κλπ).
Είναι προφανή, σήμερα, τα κίνητρα για την έκδοση αυτής της μορφής των τίτλων. Αποτελούν τρόπους χρηματοδότησης δραστηριοτήτων και η δυνατότητά τους να βρίσκουν χρηματοδότες βασίζεται στην προεξόφληση και την πεποίθηση μελλοντικών εσόδων, παράλληλα με τη σύγχρονη ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
-Τα παράγωγα ως όργανα τα οποία γεννάει η παραγωγή και αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης και δια των οποίων λειτουργεί δεν είναι ουδέτερα τεχνικά αντικείμενα αλλά συμπυκνώνεται και αποτυπώνεται σε αυτά ένα πλέγμα σχέσεων (ακριβώς όπως συμβαίνει με την εμπορευματική και τη χρηματική μορφή).
Τα υπέρ και τα κατά των πιστωτικών παραγώγων
-Τα βασικά επιχειρήματα υπέρ των (πιστωτικών) παραγώγων είναι τα εξής:
1)Λύνουν δύο προβλήματα των τραπεζών. Πρώτον, την αντιστάθμιση του πιστωτικού κινδύνου. Διευρύνουν τις δυνατότητες προφύλαξης από τον κίνδυνο που φέρει η διαδικασία χρηματοδότησης της καπιταλιστικής παραγωγής.
-Επίσης δίνουν τη δυνατότητα στις τράπεζες να μεταφέρουν εκτός τραπεζικού συστήματος κινδύνους απλούς και να εστιάζονται σε πιο εξειδικευμένους κινδύνους. Επομένως έχουν οφέλη, εφόσον υπάρχει αποτελεσματικότερος έλεγχος των εταιρικών δανειστών.
-Δεύτερον, διαφοροποιούν τον πιστωτικό κίνδυνο του χαρτοφυλακίου. Χωρίς χρήση παραγώγων, απαιτείται ένα πάρα πολύ μεγάλο χαρτοφυλάκιο για μία αποτελεσματική αντιστάθμιση του κινδύνου.
-Επομένως θα απαιτούνταν μία μεγέθυνση της τράπεζας, π.χ. μέσα από συγχωνεύσεις κλπ. Επίσης εφόσον οι τράπεζες δανείζουν με μικρότερο κίνδυνο, αυξάνεται η ρευστότητα.
2) Προσφέρουν πληροφόρηση στις πιστωτικές αγορές. Πριν τη διάδοση των πιστωτικών παραγώγων δεν μπορούσε να καθοριστεί τιμή για τον πιστωτικό κίνδυνο εύκολα. Με τα πιστωτικά παράγωγα δίνεται η δυνατότητα σύγκρισης των δανείων και των ομολόγων με βάση τα πιστωτικά παράγωγα.
-Παράλληλα παράγονται «σήματα» για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Δηλαδή εξασφαλίζεται γνώση για τη χρηματοπιστωτική «υγεία» μιας επιχείρησης ή μιας τράπεζες μέσω των τιμών των πιστωτικών παραγώγων. Ωστόσο υπάρχει περιορισμένη πρόσβαση στις λεπτομέρειες αυτής της πληροφορίας.
Ως τώρα αντίστοιχοι δείκτες προέρχονταν από τις εταιρείες αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (credit ratings) όπως η Standard & Poor.
3) Βελτιώνουν την οικονομική σταθερότητα, λόγω μεταφοράς κινδύνου σε μεγάλη έκταση σε άλλες αγορές. Επομένως τα οικονομικά σοκ θα έχουν μικρότερο αποτέλεσμα.
4) Η τυποποίηση συμβολαίων αλλά και η ίδια η ύπαρξή τους μειώνει τα κόστη συναλλαγών που θα απαιτούνταν για μια διαδικασία αντιστάθμισης κινδύνου με πιο σύνθετες ή πιο παραδοσιακές στρατηγικές.
-Παράλληλα δομές όπως τα CDO παρέχουν νέα εργαλεία στις αγορές σταθερού εισοδήματος, για επενδυτές που ενδιαφέρονται αφενός για σταθερές αποδόσεις, υψηλότερης απόδοσης από άλλες που έχουν την ίδια πιστωτική αξιοπιστία, αφετέρου για κατηγορίες χρέους στις οποίες προηγουμένως πιθανόν να μην είχαν πρόσβαση.
-Τα βασικά επιχειρήματα κατά των (πιστωτικών) παραγώγων είναι ότι οι ίδιες καινοτομίες μπορούν να υπονομεύσουν την ποιότητα του ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων, να μεγεθύνουν τον συστημικό κίνδυνο, ή και να δημιουργήσουν νέα προβλήματα:
1) Μειώνουν τα κίνητρα των τραπεζών για έλεγχο και εποπτεία των δανειοδοτούμενων επιχειρήσεων (εδώ πρέπει να σκεφτόμαστε ότι οι τράπεζες, ειδικά οι μεγάλες, έχουν λόγο στη «διακυβέρνηση» των εταιριών).
-Επίσης οι τράπεζες μεταφέρουν κίνδυνο σε παίκτες οι οποίοι δεν έχουν την ίδια εμπειρία στη διαχείριση κινδύνου (π.χ. ασφαλιστικές εταιρείες, hedge funds). Αυτά μπορεί να οδηγούν σε σημαντική υποεκτίμηση της τιμής πιστωτικής προστασίας σε σχέση με τον κίνδυνο του δανείου.
2) Υπάρχει αδιαφάνεια της αγοράς. Οι λεπτομέρειες ενός swap δεν γίνονται γνωστές. Επίσης, ένα τμήμα ενός συμβολαίου μπορεί να πωληθεί από το ένα μέρος σε κάποιον τρίτον, χωρίς να ειδοποιηθεί το άλλο μέρος (που σημαίνει ότι πλέον δεν είναι γνωστός ο κίνδυνος που αναλαμβάνεται μέσω της πώλησης αυτής).
-Αδιαφάνεια προκύπτει επίσης από το μονοπώλιο λίγων μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι, να θέτουν τους κανόνες και από το γεγονός ότι μη-τραπεζικοί παίκτες στην αγορά δεν υπόκεινται στο ρυθμιστικό έλεγχο που υπόκεινται οι τράπεζες.
-Περαιτέρω, η χρήση των πιστωτικών παραγώγων, μειώνει τη σημασία των δεδομένων των ισολογισμών για την εκτίμηση της θέσης μίας επιχείρησης και ενισχύει έτσι την αδιαφάνεια.
Οι διεφθαρμένοι οίκοι αξιολόγησης και τα πιστωτικά παράγωγα
Ο Ρουμπινί, που τον μνημονεύσαμε παραπάνω, στο Βιβλίο του «Η Οικονομία της Κρίσης» λέει ότι πολλές φούσκες ξεκινούν όταν μιά έκκρηξη καινοτομιών ή τεχνολογικής προόδου αναγγέλει την αυγή μιας νέας οικονομίας.
Την παραμονή της κρίσης (2008) οι οίκοι αξιολόγησης η Moody‘s, η Fitch , η Standar‘s & Poors έβγαζαν πάνω από τα μισά κέρδη τους μοιράζοντας αξιολογήσεις ΑΑΑ, πολλές από τις οποίες ήσαν αδικαιολόγητες, σε εξωτικά χρηματοοικονομικά προϊόντα, που εξασφαλίζονταν με ενυπόθηκες απαιτήσεις.
Χρεόγραφα δανειακών εγγυήσεων πρωτοδημιουργήθηκαν από τις επενδυτικές Τράπεζες τη δεκαετία του 1980, όπως εγγυημένα ενυπόθηκα ομόλογα (CMO), εγγυημένες δανειακές υποχρεώσεις (CDO) και δάνεια καλυπτόμενα από εγγύηση (CLO). Οποιος κρατούσε ένα απλό ενυπόθηκο χρεόγραφο,αναλάμβανε κάποιον κίνδυνο.
Για παράδειγμα ο ιδιοκτήτης του σπιτιού μπορεί να αθετούσε την αποπληρωμή ή να προεξοφλούσε μόνο το δάνειο, στερώντας έτσι τον δανειστή από τις πρόσθετες καταβολές τόκων που θα κέρδιζε αν το δάνειο αποπληρωνόταν σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Η Γουόλ Στρίτ εφηύρε μία λύση: Τις CDO, οι οποίες θα κατανέμονταν σε φέτες ή μερίδες. Οι απλούστερες CDO είχαν τρείς μερίδες:-κοινή,-ενδιάμεση-και ανώτερη.
Οι αγοραστές μιας κοινής μερίδας αποκόμιζαν τα μεγαλύτερα κέρδη αλλά αναλάμβαναν και το μεγαλύτερο ρίσκο.
Αν κάποιοι ιδιοκτήτες σπιτιών στο σύνολο των δανείων αθετούσαν την αποπληρωμή οι κάτοχοι της κοινής μερίδας θα σημείωναν απώλειες πρώτοι από όλους.
Η ενδιάμεση μερίδα ήταν λιγότερο ριψοκίνδυνη. Οι κάτοχοι της ανώτερης μερίδας πληρώνονταν πρώτοι και σημείωναν απώλειες τελευταίοι.
Αυτό το οικοδόμημα δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων αποτελούσε το προϊόν μιας ταχυδακτυλουργίας.
΄Ενα σύνολο αφερέγγυων και ριψοκίνδυνων στεγαστικών δανείων μειωμένης εξαφάλισης με αξιολόγηση ΒΒΒ πακετάρονταν σε ένα ενυπόθηκο χρεόγραφο που είχε ομοίως λάβει αξιολόγηση ΒΒΒ. Το οποίο εν συνεχεία κοβόταν σε μερίδες από τις οποίες η ανώτερη μερίδα, που αντιπροσώπευε το 80% περίπου των υποκείμενων στοιχείων, έπαιρνε αξιολόγηση ΑΑΑ.
Διαβολική Πολυπλοκότητα
Η διαδικασία αυτή συνεχίζει ο Ρουμπινί, μεταμόρφωνε τοξικά απόβλητα σε επιχρυσωμένα χρεόγραφα, παρότι το υποκείμενο σύνολο ενυποθήκων στεγαστικών δανείων εξακολουθούσε να είναι το ίδιο ριψοκίνδυνο όσο και πριν.
Η τιτλοποίηση έφτασε σε πιο περίεργα επίπεδα πολυπλοκότητας: Οι CDO συνδυάζονταν με άλλες CDO.
Αυτές οι CDO των CDO , που ονομάζονταν και CDO2 ωχριούσαν μπροστά στα πιο περίτεχνα προϊόντα που έβγαιναν από τα εργαστήρια της Γούολ Στρίτ: CDO των CDO των CDO πιο γνωστά ως CDO3, καθώς και συνθετικές CDO που συγκέντρωναν ένα μάτσο ασφάλιστρα έναντι του κινδύνου αθέτησης αποπληρωμής προκειμένου να μιμηθούν μια υποκείμενη CDO(!).
-Ορισμένα από τα ακάταληπτα αυτά προϊόντα κατατέμνονταν σε περισσότερες των τριών μερίδες: μπορεί να κόβονταν σε πενήντα ή ακόμα και εκατό μερίδες καθεμιά από τις οποίες αντιπροσώπευε ένα ορισμένο επίπεδο ανοχής στο ρίσκο.
Τα κατακευάσματα αυτά έφτασαν σε τέτοια επίπεδα διαβολικής πολυπλοκότητας ώστε κατέστη εξαιρετικά δύσκολο να αξιολογηθούν με συμβατικά μέσα.
Οι χρηματοοικονομικές εταιρίες αναγκάστηκαν, αντί για τιμές αγοράς, να καταφύγουν σε μαθηματικά μοντέλα προκειμένου να τα αξιολογήσουν.
΄Ετσι το αδιαπέραστο και αδιαφανές αυτό χρηματοοικονομικό σύστημα ήταν έτοιμο να καταρρεύσει με την πρώτη υποψία πανικού,όπως και κατέρρευσε.
Το κλειδί για την κατανόηση αυτού του τερατουργήματος είναι ή έννοια του «ηθικού κινδύνου» (πάντα ήταν), ο οποίος συνίσταται στην προθυμία κάποιου να αναλάβει κάποιους υπερβολικούς κινδύνους, τους οποίους κανονικά θα απέφευγε, απλά και μόνο επειδή ξέρει ότι κάποιος άλλος θα επωμισθεί τις τυχόν αρνητικές επιπτώσεις της απόφασής του αν δεν τον απαλλάξει κιόλας απ΄αυτές
Ο ηθικός κίνδυνος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική κρίση (2008).
Στην τροφική αλυσίδα των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων κάποιος που εν γνώση του έφερνε ένα δάνειο ψεύτη σε μια τράπεζα ανταμειβόταν για τις προσπάθειες του, αλλά δεν έφερε ευθύνη για ο,τι μπορεί να συνέβαινε από κεί και στο εξής.
Το ίδιο άν ένας τρέϊντερ στοιχημάτιζε τεράστια ποσά σε μία CDO, θα ανταμειβόταν ικανοποιητικότατα αν πετύχαινε,αλλά και σπάνια θα δεχόταν τιμωρία αν αποτύγχανε. και αν απολυόταν δεν θα του αφαιρούσαν τις ανταμοιβές.
Οι παρενέργειες των αποφάσεών του γινόταν πρόβλημα ης εταιρίας που τον απασχολούσε(!).
Δισεκατομμύρια για μπόνους
Οι άνθρωποι των τραπεζών και οι τραπεζίτες, που δούλευαν σε επενδυτικές τράπεζες,αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και άλλες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες αντί να λαμβάνουν ένα μισθό, ανταμείβονταν για την απόδοσή τους μέσω ενός συστήματος ετήσιων μπόνους.
Συγκεκριμένα όλες οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες Γκόλντμαν Σάκς, Λήμαν Μπράδερς, Μόργκαν Στάνλεϋ, Μέιλ Λίντς και Bear Stearns, πλήρωσαν το 2005 μπόνους 25 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2006 36 δις δολ. και το 2007 38 δις δολ. Το 2006 το μέσο μπόνους αντιστοιχούσε σ΄αυτές τις τράπεζες στο 60% της συνολικής αμοιβής.
Σε ορισμένες περιπτώσεις τα μπόνους ήταν δέκα ή και δώδεκα φορές μεγαλύτερα από τον υπαλληλικό μισθό και πολλές εταιρίες βρέθηκαν στο επίκεντρο της κατάρρευσης και συνέχισαν να πληρώνουν τα μπόνους ακόμα και όταν τέθηκαν υπό καθεστώς υποστήριξης προκειμένου να επιβιώσουν.
Οι συνέπειες από τις αποφάσεις των αισχροκερδών αυτών τζογαδόρων κατέληξαν στην πλάτη των αμερικανών φορολογουμένων.
H έκκρηξη του ηθικού κινδύνου θα μπορούσε να αποφευχθεί, αλλά δεν αποφεύχθηκε λόγω του προβλήματος «εντολέα -εντολοδόχου», γιατί οι εντολοδόχοι συνήθως ξέρουν περισσότερα από τους εντολείς και κάνουν τα πάντα προκειμένου να υπηρετήσουν το δικό τους ατομικό συμφέρον εις βάρος των εντολέων αλλά και εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
΄Ελεγχος και εποπτεία
Έτσι η έκκρηξη του «ηθικού κινδύνου» γονάτισε το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα. Και για άλλη μια φορά ετέθη επι τάπητος το πρόβλημα της εποπτείας και του ελέγχου εκ μέρους των εθνικών και διεθνών Αρχών, που έχει σχέση κάθε φορά με τους τρόπους λειτουργίας των Τραπεζών, αλλά και αυτών των ίδιων των Αρχών, στα πλαίσια του Νόμου και της Δημοκρατίας, αλλά προπαντός στα πλαίσια της δυσλειτουργικής τροχοπέδης της οικονομίας της αγοράς, που έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα στην φτώχεια και στη μιζέρια για να ελέγχει τα πάντα μια ολιγαρχία του πλούτου, που ανέρχεται στο ένα τα εκατό περίπου του πληθυσμού του πλανήτη.
Στο κάτω κάτω τι είναι οι Τράπεζες; Πώς λειτουργούν; Οι καταθέτες είναι δανειστές τους.
΄Ετσι συγκεντρώνουν χρήματα εκδίδοντας συνήθως εταιρικά μερίδια. ΄Εχοντας συσσωρεύσει το παθητικό αυτό η Τράπεζα, στη συνέχεια δανείζει τα χρήματα με μεγαλύτερο επιτόκιο αφαλώς απ΄ό,τι δανείζεται.
Απλά και σαφή πράγματα. Και δι΄αυτών των τρόπων το χρηματοοικονομικό σύστημα μηχανεύεται τα πάντα, τοξικά παράγωγα κ.λ.π. και αυτοαναγορεύονται διάφορες τράπεζες σε τιμητές και αξιολογητές των πάντων, πάντα βέβαια με το αζημίωτο(!).
Παρενθετικά πρέπει να πούμε οτι τo διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα κλειδωνίζεται. Με δραματικό παράδειγμα την κρίση στην Ελλάδα για την οποία δεχόμαστε καθημερινό μπαράζ πλύσης εγκεφάλου για το αν θα φύγει από τη ζώνη του ευρώ, αν θα γίνει αναδιάρθρωση ή επιμύκυνση του χρέους κ.α. ΄Ετσι ακούσαμε και διαβάσαμε πρόσφατα:
«Αντεπίθεση εναντίον όσων διακινούν σενάρια εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ εξαπέλυσε ο πρωθυπουργός κάνοντας λόγο για «σεναριολογία που αγγίζει τα όρια της εγκληματικότητας». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος του Eurogroup, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ χαρακτήρισε «ανοήτο» το σενάριο, ενώ σε γραπτή δήλωσή του σήμερα διευκρινίζει ότι την πρωτοβουλία για τη σύσκεψη του Λουξεμβούργου είχε ο ίδιος και η Κριστιν Λαγκάρντ».
CDO για δέκα εκατομμύρια υποκείμενα δάνεια(!)
Αλλά ας επιστρέψουμε στα εργαλεία του χρηματοοικονομικού συστήματος, τα CDO2. Aς αναλογιστούμε τι υπάρχει μέσα σε μια CDO2.
Ξεκινάει με χίλια διαφορετικά μεμονωμένα δάνεια, στεγαστικά, άδεια αυτοκινήτων, εισπρακτέα πιστωτικών καρτών, φοιτητικά δάνεια, μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων.
Όλα αυτά πακετάρονται σε ένα χρεόγραφο δανειακών εγγυήσεων (ΑΒS).
Αυτό μπορεί να συνδυαστεί με ενενήντα εννέα άλλα ABS.
Στη συνέχεια συνδυάζονται πάλι τα εν λόγω CDO με εκατό άλλες CDO, η καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από το δικό της ιδιαίτερο κοκτέιλ επιμέρους ABS και υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων.
Αν κάνουμε τον πολλαπλασιασμό: Υποτίθεται οτι ο αγοραστής αυτής της CDO2 έχει κατανοήσει πλήρως την κατάσταση στην οποία βρίκεται καθένα από τα δέκα εκατομμύρια υποκείμενα δάνεια που απαρτίζουν την CDO2 του.
Ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γι΄αυτό αυτά τα χρεόγραφα επιβάλλεται ή να τεθούν υπό αυστηρή ρυθμιστική εποπτεία ή να απαγορευθούν. Αυτό που κάνουν τελικά αυτά δεν είναι τόσο να μεταβιβάζουν τον κίνδυνο, όσο να τον μεταμφιέζουν υπό το κάλυμμα ακατάληπτων και εν τέλει παραπλανητικών στρατηγικών διαχείρισης κινδύνου βασιζόμενα σε μεγάλο βαθμό στην ιδιαίτερη πολυπλοκότητά τους.
Αξιολογήσεις ΑΑΑ
-Η άνοδος της ισχύος των ιδιωτικών οίκων αξιολόγησης ξεκίνησε την δεκαετία του 1930. Οι ιδιωτικοί οίκοι αξιολόγησης διαθέτουν μεγάλη ισχύ βαθμολογώντας τα πάντα από τα ενυπόθηκα δάνεια, μέχρι τα εταιρικά ομόλογα και το δημόσιο χρέος ολόκληρων χωρών.
Οι βαθμολογίες αυτές αντικατοπτρίζουν την πιθανότητα να αθετήσουν οι οφειλέτες την αποπληρωμή του χρέους τους.
Στην πράξη, οι αξιολογήσεις αυτές, είναι ένας τρόπος να αναθέτει κάποιος ως υπεργολαβία σε τρίτους την οφειλόμενη επιμέλεια.
Αν ένας ιδωτικός οίκος αξιολόγησης πει ότι μια συγκεκριμένη CDO είναι υπερασφαλής και παίρνει αξιολόγηση ΑΑΑ, τότε γλιτώνει όλους τους άλλους από τον κόπο και τον χρόνο να σηκώσουν το καπάκι του χρεογράφου και να εξετάσουν τα περιουσιακά στοιχεία που κρύβει από κάτω.
Οι τράπεζες που επιδίωκαν να εκδώσουν χρεόγραφα μπορούσαν να διαλέγουν τους οίκους που έδιναν την καλύτερη αξιολόγηση. Και για να έχουν πελατεία οι οίκοι αξιολόγησης έδιναν συνήθως αξιολόγηση ΑΑΑ.
Παρενθετικά για την ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ λόγω οικονομικής κρίσης
Αν και υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για τις επιπτώσεις στη γενική υγεία, όλοι σχεδόν οι ερευνητές συμφωνούν ότι η ψυχική υγεία επηρεάζεται σε περιόδους οικονομικών κρίσεων. Σε πρόσφατες εκθέσεις η Παγκόσμια ΄Οργάνωση Υγείας επισημαίνει:
-«δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν δούμε αύξηση ψυχικών διαταραχών και αυτοκτονιών».
-«οι φτωχοί και οι ευάλωτοι θα είναι οι πρώτοι που θα υποφέρουν».
-«η προάσπιση των κονδυλίων για την υγεία θα γίνει πιο δύσκολη» .
Οι επιπτώσεις της ανεργίας στην υγεία
Πολλές επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν τις επιπτώσεις της ανεργίας, τόσο στη γενική όσο και στην ψυχική υγεία. Μελέτες στη Βρετανία, κατά τις δεκαετίες του΄70 και ’80, έδειξαν ότι οι άνεργοι είχαν ποσοστό θνησιμότητας 25% μεγαλύτερο σε σχέση με τους εργαζόμενους ισοδύναμης κοινωνικοοικονομικής ομάδας
Επιπλέον, η διάρκεια της ανεργίας δείχνει να αυξάνει τον κίνδυνο θνησιμότητας. Περιορισμένοι πόροι μπορεί να οδηγήσουν σε φτωχή διατροφή και περιορισμένη πρόσβαση στην ιατρική φροντίδα, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα.
Όλες σχεδόν οι έρευνες δείχνουν τον αντίκτυπο των οικονομικών υφέσεων στην ψυχική υγεία. Ακόμα και όταν οι συνολικοί δείκτες υγείας, όπως η συνολική θνησιμότητα και το προσδόκιμο επιβίωσης δεν επηρεάζονται, τα ποσοστά ειδικών αιτίων θνησιμότητας δείχνουν να επηρεάζονται από τη σοβαρότητα της κρίσης. Για παράδειγμα, η αύξηση των αυτοκτονιών, ανθρωποκτονιών, κατάχρησης αλκοόλ, ψυχιατρικών διαταραχών, ηπατικών κιρρώσεων και ελκών του πεπτικού αυξάνονται σε συνθήκες απότομης αύξησης της ανεργίας . Οι ειδικοί εκφράζουν ανησυχία για τις επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης στην ψυχική υγεία και συνιστούν την ετοιμότητα των συστημάτων υγείας να τις αντιμετωπίσουν.
Πολλές έρευνες δείχνουν τη συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ανέχειας και της κατάθλιψης, αλλά και των αυτοκτονιών.
Επιβαρυντικοί παράγοντες
Οι οικονομικές κρίσεις προκαλούν ψυχολογική επιβάρυνση τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Σε ατομικό επίπεδο, αξίζει να εξετάζονται τα αντικειμενικά στρεσσογόνα ερεθίσματα, όπως ανεργία, εισόδημα νοικοκυριού, αριθμός μελών οικογένειας, χρέος, ατομικές διαφορές στη διαχείριση των χρημάτων, όπως τάσεις εξοικονόμησης χρημάτων ή συσσώρευσης χρεών, καθώς και οι οικονομικές γνώσεις και ικανότητες.
Σε οργανωτικό επίπεδο, θα πρέπει να διερευνώνται οι πρακτικές και πολιτικές που χρησιμοποιούν οι εργοδοτικοί φορείς για να αποκριθούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Πρόληψη
Στις περιόδους οικονομικών υφέσεων οι υπηρεσίες υγείας επηρεάζονται άμεσα μέσω της μείωσης κονδυλίων για την υγεία και τις δομές αποκατάστασης. Παράλληλα, η ανεργία, η έλλειψη ασφάλισης και η μείωση του εισοδήματος οδηγούν σε αποφυγή χρήσης των υπηρεσιών υγείας και φαρμάκων, σε υπο-θεραπεία των νοσημάτων και σε αύξηση των υποτροπών των χρόνιων νοσημάτων.
Προτεραιότητα για κάθε χώρα που αντιμετωπίζει οικονομική κρίση είναι η προστασία της ζωής και της βιωσιμότητας των ατόμων που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο, με πρωταρχική πολιτική δράση την υποστήριξη κοινωνικών δικτύων ασφαλείας.
Σχετικά με τους ειδικούς παράγοντες κινδύνου, η ιστορία έδειξε ότι το κραχ του ‘29 δεν είχε ως αποτέλεσμα αύξηση του αλκοολισμού, αφού στις ΗΠΑ είχε ήδη κηρυχθεί η ποτοαπαγόρευση, σε αντίθεση με την πρώην ΕΣΣΔ, όπου στην κρίση της δεκαετίας 80’ ευνοήθηκε η δραματική αύξηση του αλκοολισμού.
Οι δυνατότητες για πρωτογενή παρέμβαση στο οικονομικό στρες αφορούν στην προαγωγή της εργασίας και της οικονομικής υγείας μέσω προγραμμάτων οικονομικής επιμόρφωσης ή κρατικά επιδοτούμενων προγραμμάτων ανάπτυξης δεξιοτήτων.
Η δευτερογενής παρέμβαση αφορά στην προαγωγή διαχείρισης του στρες στις ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως για παράδειγμα συμβουλευτικά προγράμματα οικονομικής διαχείρισης, ψυχολογική υποστήριξη και οικονομικές διευκολύνσεις ή φοροελαφρύνσεις.
Η τριτογενής παρέμβαση αφορά στην αποκατάσταση της οικονομικής υγείας των πληγέντων, για παράδειγμα με επιδόματα ανεργίας ή με ενεργά προγράμματα στήριξης της αγοράς εργασίας.
Επίσης, οι σχετικές έρευνες μετρούν συνήθως τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις μιας οικονομικής κρίσης μέχρι τη στιγμή που οι δείκτες και οι αγορές ανακάμψουν, αλλά η ανησυχία των ατόμων, όπως η αναζήτηση ιατρικής φροντίδας ή οι προϋπολογισμοί για την υγεία ίσως να μην επανέρχονται άμεσα ή ποτέ στο προηγούμενο επίπεδο. Εξίσου δύσκολο για τις έρευνες είναι να καταγράψουν και τις υπόλοιπες«κρυμμένες» επιπτώσεις των υφέσεων. Μερικές από τις ιδιαιτερότητες της παρούσας κρίσης, όπως η ταχύτητά της, η μετάδοσή της και η μη προβλεψιμότητά της, περιορίζουν την ικανότητα των ειδικών να χρησιμοποιήσουν συμπεράσματα από τις προηγούμενες εμπειρίες. Ακόμα και για τις ΗΠΑ, που έδειξαν ήδη σημάδια ανάκαμψης και υπέρβασης της κρίσης, η εξαιρετικά υψηλή ανεργία και το πάγωμα της αγοράς ακινήτων δυσχεραίνουν την κατάσταση και η οικονομική δίνη συνεχίζεται.
Σύντομη Ιστορία των Θεωριών για τις Κρίσεις
Mε τον όρο «κρίση» εννοείται ένα γενικευμένο σύνολο αποτυχιών στις πολιτικές και οικονομικές σχέσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Στις κρίσεις αυτές οδηγείται το καπιταλιστικό σύστημα από τις ίδιες τις αρχές λειτουργίας του. Είναι στη φύση της καπιταλιστικής παραγωγής η συνεχής έκθεση σε μια ποικιλία εσωτερικά και εξωτερικά δημιουργούμενων διαταράξεων και αναστατώσεων.
Αναπαραγωγή και Κρίσεις
Η καπιταλιστική κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο, διεξαρτώμενο κοινωνικό πλέγμα του οποίου η αναπαραγωγή απαιτεί ένα ακριβές σχήμα συμπληρωματικότητας μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αυτές οι δραστηριότητες αναλαμβάνονται από εκατοντάδες χιλιάδες μεμονωμένους κεφάλαιοκράτες των οποίων μόνη ασχολία είναι η προσωπική τους απληστία για κέρδος. Είναι μια συνεργατική ανθρώπινη κοινότητα που, ωστόσο, πυροδοτεί αδιάκοπα εσωτερικές αντιπαραθέσεις: ο καπιταλιστής ενάντια στον εργαζόμενο αλλά και ο καπιταλιστής ενάντια στον καπιταλιστή και ο εργάτης ενάντια στον εργάτη.
Το ερώτημα για μια τέτοια κοινωνία δεν είναι γιατί κάποτε καταρρέει, αλλά γιατί συνεχίζει να λειτουργεί.
Στην ιστορία της οικονομικής σκέψης μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές γραμμές ανάλυσης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Η πρώτη και πιο δημοφιλής είναι η αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι ικανός να αναπαράγει αυτόματα τον εαυτό του.
-Η αναπαραγωγή αυτή μπορεί να είναι ομαλή και αποτελεσματική (Νεοκλασική θεωρία),
-ή μπορεί να είναι ακανόνιστη και σπάταλη (Keynes), αλλά είναι αυτοισορροπούμενη. Πάνω από όλα δεν υπάρχουν απαραίτητα όρια στο καπιταλιστικό σύστημα ή στην ιστορική του ύπαρξη.
Αν αφεθεί ελεύθερο (Νεοκλασική θεωρία) ή αν διοικηθεί κατάλληλα (Keynes), μπορεί να διαρκέσει για πάντα.
Η δεύτερη θέση ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση:υποστηρίζεται ότι το καπιταλιστικό σύστημα από μόνο του είναι ανίκανο να αυτοεπεκτείνεται.
Πρέπει να αναπτύσσεται για να επιβιώσει, αλλά χρειάζεται και κάποια εξωτερική πηγή ζήτησης (όπως ο μη καπιταλιστικός κόσμος) προκειμένου να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Αυτό σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση η αναπαραγωγή του ρυθμίζεται από εξωτερικούς παράγοντες: τα όρια του συστήματος βρίσκονται έξω από αυτό. Οι διάφορες σχολές υποκατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων και των Μαρξιστικών, έχουν την προέλευση τους σε αυτή τη γραμμή σκέψης.
Τέλος, υπάρχει η θέση ότι, παρόλο που ο καπιταλισμός είναι ικανός να αυτοεπεκτείνεται, η συσσωρευτική διαδικασία εμβαθύνει τις εσωτερικές αντιθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται έως ότου αυτές ξεσπάσουν σε κρίση: τα όρια του καπιταλισμού βρίσκονται μέσα στον ίδιο.
Αυτή η γραμμή είναι σχεδόν αποκλειστικά Μαρξιστική και περιλαμβάνει τη μέσω της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», αλλά και τη μέσω της «συμπίεσης κερδών» εξήγηση των κρίσεων.
Καθεμιά από τις παραπάνω θέσεις συνεπάγεται μια αντίστοιχη αντίληψη των κρίσεων, γιατί συμβαίνουν και τι συνεπάγονται:
Ο καπιταλισμός ως αναπαραγόμενος αυτόματα –
Η παράδοση του Laissez-Faire
Υποστηρίζεται η άποψη περί του καπιταλισμού ως αυτορρυθμιζόμενου, ομαλού, αποτελεσματικού και αρμονικού συστήματος.
Η θεμελιώδης αντίφαση κάθε ανθρώπινης ύπαρξης υποτίθεται ότι προκύπτει από το ανικανοποίητο των ανθρώπινων αναγκών με δεδομένη την περιορισμένη διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων.
Η ακόρεστη απληστία του καπιταλισμού μετατρέπεται έτσι σε μια ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης. Η ανθρώπινη φύση ταυτίζεται με την υλική φύση.
Με αυτό τον τρόπο η απληστία, ο ανταγωνισμός και ο εγωισμός είναι αιώνιοι: δεν υπάρχει τίποτε που να μπορούμε να κάνουμε για αυτά ούτε τρόπος να τα εξαλείψουμε.
Κατά την ορθόδοξη θεωρία ο κύκλος δεν είναι κρίση , οι κύκλοι πρέπει να ειδωθούν ως βασικά «μικρές ταλαντεύσεις», δευτερεύουσας σημασίας διακυμάνσεις, τις οποίες, σε πρώτη προσέγγιση, δικαιολογημένα μπορεί κανείς να παραβλέψει. Με αυτό τον τρόπο η κυκλική φύση της ρυθμιστικής διαδικασίας δεν αντιπροσωπεύει ένα όριο στην ικανότητα του συστήματος να αναπαράγει τον εαυτό του.
Παρά τις μακροχρόνιες και αποδοτικές υπηρεσίες της, η θεωρία των επιχειρηματικών κύκλων διαδραμάτιζε πάντα έναν μικρό ρόλο στην Οικονομία του Laissez-Faire. Το περιεχόμενο της ήταν πολύ επικίνδυνο, για να μπορέσει να ενσωματωθεί άνετα στο κυρίως σώμα της θεωρίας. Με την έλευση ωστόσο της Κεϋνσιανής Οικονομικής αυτά άλλαξαν:.
Η Κεϋνσιανή παράδοση
Η μαζική παγκόσμια κατάρρευση του καπιταλισμού κατά τη Μεγάλη Ύφεση του ΄30 έδωσε στην παράδοση του «Laissez-Faire» ένα εξουθενωτικό χτύπημα.
Καθώς η ύφεση διετηρείτο κατά μεγάλο χρονικό διάστημα και καθώς η κοινωνική αναταραχή βάθαινε, η θεωρία του Laissez-Faire έπεσε σε ανυποληψία.
Ο Keynes επιτίθεται στην ορθόδοξη αντίληψη ότι «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση». Αυτή η αντίληψη οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός τείνει αυτόματα σε πλήρη απασχόληση της διαθέσιμης εργασιακής δύναμης και των μέσων παραγωγής.
Αντί γι’ αυτό, κατά την ανάλυση του Keynes, το επίπεδο της δαπάνης για επενδύσεις που σχεδιάζεται από τους κεφαλαιοκράτες είναι ο κρίσιμος παράγοντας στον καθορισμό του επιπέδου παραγωγής και απασχόλησης.
Αλλά τα επενδυτικά σχέδια εξαρτώνται σε σημαντικό βαθμό από τα αναμενόμενα κέρδη, από τις «προσδοκίες» και τη «ζωντάνια» των καπιταλιστών.
Επομένως εφόσον οι «προσδοκίες» είναι πασίγνωστες για την ευμεταβλητότητά τους, η καπιταλιστική αναπαραγωγή ενδέχεται να είναι αρκετά ασταθής.
Δεύτερον και πιο σημαντικό, είναι ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο του καπιταλισμού κάποιος αυτόματος μηχανισμός ο οποίος να επιβάλλει στους κεφαλαιοκράτες να προγραμματίσουν ακριβώς το σωστό μέγεθος επένδυσης που θα εξασφαλίσει την πλήρη απασχόληση.
Η αποκαλούμενη Κεϋνσιανή Επανάσταση ήταν ίδια με αυτή της ορθοδοξίας εναντίον της οποίας επιτέθηκε:
-η διαίρεση της κοινωνίας σε παραγωγούς και καταναλωτές,
-η ίδια βασική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης,
-η αποφασιστική σημασία των ψυχολογικών «ροπών» και προτιμήσεων,
-ο ρόλος της προσφοράς και της ζήτησης,
-και πάνω από όλα η γενική στήριξη στην ανάλυση ισορροπίας.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, το ότι μια μερίδα των ορθόδοξων οικονομολόγων μπόρεσε να απορροφήσει τον Keynes σε μια νέα εκδοχή της θεωρίας.
Αφού παραδέχθηκαν ότι, δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός που θα καθιστά την καπιταλιστική αναπαραγωγή ομαλή, αποτελεσματική και απαλλαγμένη από κρίσεις, οι νεοκλασικοί κεϋνσιανοί, στρέφονται προς το κράτος ως το μηχανισμό ο οποίος θα αναζωογονήσει την κοινωνία που απεικονίζεται μέσα στις παραβολές του Laissez-Faire.
Αν το κράτος έκανε καλά τη δουλειά του, θα επηρέαζε τη συνολική ζήτηση έτσι ώστε να διατηρηθεί κοντά στο σημείο πλήρους απασχόλησης με λίγο ή καθόλου πληθωρισμό. Με αυτή την τροποποίηση «μπορούν να αναβιώσουν και τα λοιπά δόγματα της ορθοδοξίας».
Δεδομένου ότι οι οικονομικές διακυμάνσεις αποτελούν ένα αποδεκτό μέρος της Κεϋνσιανής θεωρίας, η θεωρία του επιχειρηματικού κύκλου γίνεται ένας πολύ λιγότερο επικίνδυνος κλάδος της Οικονομικής Επιστήμης.
Μάλιστα, εφόσον το κράτος μπορεί θεωρητικά να εξαλείψει τις διακυμάνσεις, επιβάλλεται πια η λεπτομερής μελέτη των κρίσεων προκειμένου να αναχαιτιστούν. Και έτσι ένας μεγάλος όγκος πληροφοριών σχετικών με τις κρίσεις αναδύθηκε από τη λεγόμενη Κευνσιανή Επανάσταση και μετά.
Ο καπιταλισμός είναι ανίκανος για αυτοεπέκταση
Από το πρώτο ξεκίνημα της, η σύμφωνα με το Laissez-Faire θεώρηση του καπιταλισμού ως ενός αρμονικού χωρίς κρίσεις συστήματος περιπλεκόταν με μια εξίσου παλιά και εξίσου επίμονη ιδέα ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια εγγενή ανικανότητα συσσώρευσης.
Οι εσωτερικές δυνάμεις του συστήματος, υποστηριζόταν, μπορούν στην καλύτερη περίπτωση να το αναπαράγουν σε κάποιο επίπεδο στασιμότητας: αλλά ένας στάσιμος καπιταλισμός γρήγορα εκφυλίζεται.
Ο ανταγωνισμός στρέφει τον έναν εναντίον του άλλου, επειδή, όμως, δεν υπάρχει ανάπτυξη, κανείς δεν κερδίζει τίποτα παρά μόνο εις βάρος κάποιου άλλου.
Το ατομικό κεφάλαιο στρέφεται εναντίον του ατομικού κεφαλαίου, ο εργάτης εναντίον του εργάτη και η μια τάξη εναντίον μιας άλλης τάξης.
Έτσι, είτε οι ανταγωνισμοί γίνονται τόσο σφοδροί ώστε το σύστημα να εκρήγνυται, είτε το σύστημα παρακμάζει προς μια κοινωνία, στην οποία μια μικρή άρχουσα ελίτ στηρίζεται πάνω στη βάση της μαζικής φτώχειας και της ανθρώπινης εξαθλίωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας καπιταλισμός που δεν συσσωρεύει δεν θα διαρκέσει πολύ.
Aυτό το επιχείρημα αντιπαράθεσης πηγάζει από την ίδια αρχική αντίληψη όπως και η θεωρία στην οποία επιτίθεται. Η ορθόδοξη θεωρία επέμενε πάντα ότι απώτερος στόχος όλης της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η προσφορά για ικανοποίηση της κατανάλωσης:
-Αυτό που δεν καταναλώνεται στην τρέχουσα περίοδο επανεισάγεται στην παραγωγή προκειμένου να ικανοποιήσει τη μελλοντική κατανάλωση.
Και στις δύο περιπτώσεις είναι η κατανάλωση που έχει το πρόσταγμα.
Μέσα από το σκούρο γυαλί της θεωρίας υποκατανάλωσης, η ίδια αυτή αντίληψη γίνεται όπλο στην επίθεση κατά του καπιταλισμού. Διαμέσου της μακράς και σύνθετης ιστορίας των θεωριών των κρίσεων το ακόλουθο επιχείρημα εμφανίζεται ξανά και ξανά:
-Ο ύστατος ρυθμιστής της παραγωγής είναι πραγματικά η κατανάλωση, τρέχουσα ή μελλοντική, ωστόσο η καπιταλιστική παραγωγή ανταποκρίνεται όχι στη δύναμη της ανάγκης αλλά της αγοράς, όχι στη ζήτηση αλλά στην ενεργό ζήτηση (δηλ. ζήτηση που υποστηρίζεται από χρήμα).
Και είναι τέτοια η αντιφατική φύση της που, αν αφεθεί ανεπηρέαστη, είναι ανίκανη να δημιουργήσει επαρκή ενεργό ζήτηση για να στηρίξει τη συσσώρευση.
Οι εσωτερικοί μηχανισμοί του συστήματος το οδηγούν σε στασιμότητα: Απαιτείται κάποια επιπλέον πηγή ενεργούς ζήτησης -εξωτερική δηλαδή προς τους βασικούς μηχανισμούς του- προκειμένου να συνεχίσει να αναπτύσσεται.
Η έννοια του κενού ζήτησης
Τα τελευταία 150 χρόνια έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να προσδιοριστεί η φύση του προβλήματος υποκατανάλωσης.
Παρά την ποικιλία διατυπώσεων, ωστόσο, είναι αρκετά χτυπητή η σταθερότητα της αντίληψης ότι η ζήτηση είναι ο απώτερος ρυθμιστής της συνολικής παραγωγής.
Ας υποθέσουμε ότι διαιρούμε την κοινωνική παραγωγή σε δύο κύριους κλάδους ή «τομείς»: Ο τομέας Ι παράγει κεφαλαιουχικά αγαθά (πρώτες ύλες, καύσιμα, μηχανήματα και εξοπλισμό), ενώ ο τομέας II παράγει καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες (τρόφιμα, ρουχισμό, αναψυχή κ.λπ.).
Η βασική αρχή της θεωρίας υποκατανάλωσης είναι, λοιπόν, ότι η ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες δεν καθορίζει μόνο το επίπεδο παραγωγής του τομέα II (καταναλωτικών αγαθών), αλλά και του τομέα Ι (κεφαλαιουχικών αγαθών).
Η εκροή της βιομηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών καθορίζεται τελικά από τις ανάγκες εισροών της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών: η ζήτηση κεφαλαιουχικών αγαθών είναι λοιπόν «παράγωγη» της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών.
-Σημειωτέον ότι αυτό δεν λέει απλά ότι η εκροή του τομέα II επηρεάζει την εκροή του τομέα Ι, και το αντίστροφο.
Λέει κάτι πολύ ισχυρότερο, δηλαδή ότι η αιτιότητα είναι πρωταρχικά μονόδρομη, ότι ο τομέας II ηγείται και ο τομέας Ι ακολουθεί.
Παράλληλη με αυτή την άποψη είναι η θεώρηση της κυκλοφορίας ως διαδικασίας όπου το προϊόν της κοινωνίας διανέμεται ανάμεσα σε εργάτες και κεφαλαιοκράτες. Έτσι, από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, ένα μέρος θεωρείται ότι διατίθεται για την αντικατάσταση των εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του και το υπόλοιπο μέρος, το καθαρό προϊόν, παραμένει διαθέσιμο για «διανομή» ανάμεσα σε εργάτες και καπιταλιστές.
Το εισόδημα
Παρόμοια ανάλυση γίνεται από την πλευρά του εισοδήματος. Από τις πωλήσεις όλων των επιχειρήσεων ένα ποσό τίθεται στην άκρη για να αναπληρώσει δαπάνες για κεφαλαιουχικά αγαθά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παραγωγή.
Το υπόλοιπο είναι το καθαρό εισόδημα από τη λειτουργία των επιχειρήσεων που διαιρείται σε μισθούς και κέρδη. Αυτό το καθαρό εισόδημα που οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι αποκαλούν καθαρό εθνικό εισόδημα είναι η πηγή ενεργούς ζήτησης για το καθαρό προϊόν.
Η καθαρή παραγωγή συνεπώς έχει δύο πλευρές. Από τη μια έχουμε αγαθά και υπηρεσίες και από την άλλη καθαρό χρηματικό εισόδημα που ισούται με τους μισθούς συν τα κέρδη: προσφορά από τη μια πλευρά και ενεργός ζήτηση από την άλλη.
Τώρα μπορούμε να διατυπώσουμε το βασικό πρόβλημα της θεωρίας υποκατανάλωσης:
– Οι εργάτες γενικά ξοδεύουν όλους τους μισθούς τους. Έτσι «επαναγοράζουν» ένα μερίδιο από το καθαρό προϊόν στην κανονική του τιμή. Αλλά εφόσον οι εργάτες δεν παίρνουν ποτέ όλο το καθαρό εισόδημα, είναι αδύνατο να επαναγοράσουν το σύνολο του καθαρού προϊόντος. Η κατανάλωση των εργατών πάντα αφήνει ένα «κενό ζήτησης» επιπλέον, όσο μικρότερο είναι το μερίδιο τους τόσο μεγαλύτερο είναι το «κενό ζήτησης».
Σε αυτό το στάδιο ανάλυσης το πλεονάζον προϊόν συνεχίζει να παραμένει προς πώληση, και το εισόδημα των καπιταλιστών -τα κέρδη- παραμένουν προς ανάλωση. Αν αυτά τα δύο μπορούσαν να εναρμονιστούν, όλη η παραγωγή θα πουλιόταν και το «κενό ζήτησης» θα συμπληρωνόταν πλήρως. Αλλά κάτω από ποιες συνθήκες θα συμβεί αυτό;
Οι πρώτοι υποκαταναλωτιστές έτειναν να θεωρούν ότι το καθαρό προϊόν συντίθεται αποκλειστικά από τα καταναλωτικά αγαθά. Με δοσμένη τη θεμελιώδη τους αρχή ότι η εκροή του τομέα Ι ρυθμίζεται από την ανάγκη εισροών του τομέα II, εύκολα καταλήγουν στην ιδέα ότι σε κάθε χρονική περίοδο η εκροή του τομέα Ι είναι ακριβώς αρκετή να αντικαταστήσει τις εισροές που συνολικά χρησιμοποιήθηκαν από το σύστημα ως σύνολο.
Αυτό σημαίνει ότι παρόλο που η συνολική κοινωνική παραγωγή αποτελείται και από κεφαλαιουχικά αγαθά (τομέας Ι) και από καταναλωτικά αγαθά (τομέας II), το καθαρό προϊόν (το συνολικό μείον τις απαιτήσεις προς αντικατάσταση) αποτελείται μόνο από καταναλωτικά αγαθά.
Το καθαρό προϊόν είναι το μέρος της συνολικής παραγωγής που υπερβαίνει το απαραίτητο για να διατηρηθεί το παραγωγικό σύστημα. Αν αφαιρέσουμε από αυτό την κατανάλωση των εργατών, παίρνουμε το μέρος του συνολικού προϊόντος που υπερβαίνει τις ανάγκες συντήρησης του παραγωγικού συστήματος και των εργατών που το λειτουργούν. Αυτό είναι το υπερπροϊόν.
Από αυτή την άποψη, αφού οι εργάτες ξοδέψουν τους μισθούς τους, για να «επαναγοράσουν το μερίδιο τους» από το καθαρό προϊόν, μένουμε στο ένα χέρι με το υπερπροϊόν σε μορφή καταναλωτικών αγαθών και στο άλλο χέρι με τα αξόδευτα κέρδη που αποτελούν το καπιταλιστικό «εισόδημα».
Έπεται λοιπόν ότι το «κενό ζήτησης» θα συμπληρωθεί μόνο αν οι κεφαλαιοκράτες καλύψουν όλα τους τα κέρδη σε προσωπική κατανάλωση. Αλλά τότε δεν μπορεί να υπάρχει επένδυση, συνεπώς ούτε ανάπτυξη ούτε ενδογενής συσσώρευση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν προσπαθούν να συσσωρεύσουν.
Στην πραγματικότητα υποδηλώνει ότι οι επιδιώξεις των καπιταλιστών , ως σύνολο, να συσσωρεύσουν, στρέφονται εναντίον τους.
Σε τελευταία ανάλυση, στον συναγωνισμό των καπιταλιστών μεταξύ τους, το μέγεθος της περιουσίας ενός καπιταλιστή είναι σημαντικός δείκτης δύναμης.
Και ένας σημαντικός τρόπος να μεγαλώσει σε μέγεθος και δύναμη είναι να εξοικονομεί, να επενδύει και ως εκ τούτου να αναπτύσσεται.
Συσσώρευση
Έτσι οι καπιταλιστές θα συνεχίσουν τις προσπάθειες για συσσώρευση. Ας φανταστούμε λοιπόν, ότι ξεκινάμε από την αρχική κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω, κατά την οποία ο τομέας Ι παράγει ακριβώς όσα αγαθά χρειάζονται για να διατηρηθεί η παραγωγική ικανότητα του συστήματος και ο τομέας II παράγει ένα ποσό καταναλωτικών αγαθών το οποίο «επαναγοράζεται» από τους εργάτες και τους καπιταλιστές οι οποίοι καταναλώνουν όλο το εισόδημα τους.
Εν συνεχεία υποθέτουμε, ότι την επόμενη φορά ξοδεύεται από τους καπιταλιστές μόνο ένα μέρος των κερδών σε καταναλωτικά αγαθά, το υπόλοιπο επενδύεται σε αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, σε μίσθωση εργατών και σε ίδρυση επιχειρήσεων στον τομέα Ι και/ή στον τομέα II.
Σε αυτό το σημείο κάτι περίεργο συμβαίνει. Έστω ότι τα συνολικά κέρδη φθάνουν τα 200.000 ευρώ, τα οποία οι καπιταλιστές αρχικά τα ξοδεύουν εξ ολοκλήρου σε προσωπική κατανάλωση.
Περαιτέρω υποθέτουμε ότι περικόπτουν την κατανάλωση τους στα 150.000 ευρώ και τους μένουν 50.000 ευρώ, τα οποία επενδύουν διαθέτοντας 30.000 ευρώ για αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών (από τα αποθέματα του τομέα Ι) και 20.000 ευρώ για μίσθωση εργατών.
Η καθαρή πτώση σε καταναλωτική ζήτηση είναι μόνο 30.000 ευρώ, εφόσον η μείωση της καταναλωτικής ζήτησης των καπιταλιστών αντισταθμίζεται εν μέρει από την επιπλέον κατανάλωση των νεοπροσληφθέντων εργατών.
Ωστόσο, η ζήτηση καταναλωτικών αγαθών μειώνεται και έτσι οι πωλήσεις στον τομέα II μειώνονται, και αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση για κεφαλαιουχικά αγαθά μειώνεται, συνεπώς μειώνονται οι πωλήσεις στον τομέα Ι.
Εντούτοις, η ίδια ενέργεια που οδήγησε σε όλα αυτά έχει ταυτόχρονα επεκτείνει τη γενική παραγωγική δυναμικότητα.
Η προσπάθειά τους να επεκτείνουν τη δυναμικότητα κατέστησε περιττή όχι μόνο τη δυναμικότητα που πρόσθεσαν, αλλά και ένα μέρος από τη δυναμικότητα που υπήρχε ήδη. Αναμφίβολα αυτό θα τους κάνει να περικόψουν τις επενδύσεις. Η ενδογενής συσσώρευση αυτοαναιρείται.
Εφόσον η επέκταση πραγματοποιείται βαθμηδόν και χρειάζεται χρόνο για να ολοκληρωθεί, θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι χρειάζεται κάποιος χρόνος για να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα της μείωσης της «ενεργούς ζήτησης» και ένας επιπλέον χρόνος για να αναπτυχθεί η ύφεση που ακολουθεί. Η συνέπεια, επομένως, της επιχειρούμενης συσσώρευσης θα είναι μια άνθιση που θα ακολουθηθεί από ύφεση, με μηδενική καθαρή συσσώρευση σε ολόκληρο τον κύκλο.
Αυτό, κατά τη λογική της θεωρίας υποκατανάλωσης, θα ήταν η αναμενόμενη συμπεριφορά της καπιταλιστικής οικονομίας αν αφεθεί ανεπηρέαστη.
Οι κύκλοι της ανόδου και της καθόδου δεν απουσιάζουν από την ιστορία του καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, εντούτοις, η μελέτη της ιστορίας ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι αυτοί οι κύκλοι συνοδεύονται από τρομερή υλική ανάπτυξη στις πραγματικές καπιταλιστικές οικονομίες, γεγονός που αντιτίθεται εντονότατα στον εκ φύσεως στάσιμο καπιταλισμό που υπονοεί η υποκαταναλωτική λογική.
Σταθερά, λοιπόν, οι θεωρίες της υποκατανάλωσης πρέπει να καταφεύγουν σε «εξωγενείς» (δηλ. εξωτερικούς) παράγοντες για να εξηγήσουν την έντονη αντίθεση θεωρίας και ιστορίας.
Οι Μαρξιστικές θεωρίες της υποκατανάλωσης και των δυσαναλογιών
Στις πρώτες θεωρίες υποκατανάλωσης, το πρόβλημα τίθεται πάντα με όρους ενός μεγάλου ρυθμού συσσώρευσης. Κάθε συσσώρευση τείνει να αυτοαναιρεθεί.
Αναπόφευκτα οι υποκαταναλωτιστές οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός τείνει προς τη στασιμότητα και ότι ο αυτοεπεκτεινόμενος καπιταλισμός θα ήταν αδύνατος.
Ο Marx κατέρριψε ολοκληρωτικά αυτό το επιχείρημα. Προκειμένου να εξετάσουμε τους λόγους, χρειάζεται να δούμε μερικές από τις εννοιολογικές συνεισφορές που έγιναν από τον Marx.
Έχουμε ήδη εξοικειωθεί με την πρώτη μεγάλη συνεισφορά του Marx, η οποία ήταν η ανάπτυξη της έννοιας της συνολικής παραγωγής ως παραγωγής δύο κυρίων κλάδων ή τομέων, αυτού των κεφαλαιουχικών αγαθών (Ι) και αυτού των καταναλωτικών αγαθών (II).
Αυτό σημαίνει ότι η συνολική παραγωγή σε κάθε χρονική περίοδο απαρτίζεται και από τους δύο τύπους αγαθών.
Η δεύτερη σημαντικότατη ανακάλυψη του Marx ήταν η αποσαφήνιση της φύσης της ενεργούς ζήτησης.
Οι υποκαταναλωτιστές αναγνώρισαν βασικά τρεις τύπους ενεργούς ζήτησης:
-ζήτηση αποσβέσεων που επαναγοράζει κεφαλαιουχικά αγαθά για να αντικαταστήσει αυτά που αναλώθηκαν,
-καταναλωτική ζήτηση των εργατών οι οποίοι επαναγοράζουν το «μερίδιο τους» από την παραγωγή
– και ζήτηση εκ μέρους των καπιταλιστών για κατανάλωση και καθαρή επένδυση, η οποία πρέπει να συμπληρώσει το «κενό ζήτησης» του καθαρού προϊόντος.
Το πρώτο σημείο εκκίνησης του Marx περιλαμβάνει ένα ζήτημα χρόνου.
Υποθέστε ότι η παραγωγική διαδικασία σε κάθε τομέα διαρκεί ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, ας πούμε ένα έτος.
Τότε, λοιπόν, τα κεφαλαιουχικά αγαθά που χρησιμοποιήθηκαν στη συνολική διαδικασία δεν είναι δυνατό να αγορασθούν όλα από την παραγωγή του τρέχοντος χρόνου, επειδή τα πρώτα τελειωμένα κεφαλαιουχικά αγαθά που θα προέλθουν από την παραγωγή που ξεκίνησε το τρέχον έτος δεν θα βγουν από τη γραμμή παραγωγής πριν από το τέλος αυτού του έτους.
Αντίστοιχα, οι εργάτες που απασχολήθηκαν αυτό το έτος δεν μπορούν να «επαναγοράσουν» τα καταναλωτικά αγαθά που προέκυψαν από την τρέχουσα δραστηριότητα τους επειδή αυτά τα αγαθά δεν θα είναι έτοιμα πριν από το τέλος του έτους, ούτε και οι καπιταλιστές μπορούν να καταναλώσουν ό,τι δεν είναι ακόμη έτοιμο.
Ας επανέλθουμε στην αρχή του έτους: ας υποθέσουμε ότι όλα τα αγαθά που θα χρησιμοποιηθούν κατά το έτος αυτό αγοράζονται στην αρχή του έτους.
Οι καπιταλιστές αποφασίζουν το επίπεδο της παραγωγής που θα ήθελαν για το τρέχον έτος.
Εν συνεχεία, αγοράζουν μία συγκεκριμένη ποσότητα κεφαλαιουχικών αγαθών και μισθώνουν έναν συγκεκριμένο αριθμό εργατών,οι εργάτες με τη σειρά τους ξοδεύουν τους μισθούς τους σε καταναλωτικά αγαθά.
Ταυτόχρονα οι καπιταλιστές πρέπει, επίσης, να αγοράσουν μία ποσότητα καταναλωτικών αγαθών για την προσωπική τους ετήσια κατανάλωση.
Η ενεργός ζήτηση προέρχεται απευθείας από την καπιταλιστική τάξη: οι εργατικοί μισθοί είναι μέρος των ετήσιων επενδυτικών δαπανών των καπιταλιστών. Είναι τελείως αβάσιμο να θεωρείται ότι η κατανάλωση και η επένδυση είναι λειτουργικά ανεξάρτητες μεταξύ τους, εφόσον ο κύριος όγκος της κατανάλωσης προέρχεται από τους μισθούς οι οποίοι είναι οι ίδιοι μία απαραίτητη πλευρά των επενδυτικών δαπανών.
Στην αρχή του έτους, λοιπόν, είναι η καπιταλιστική τάξη αυτή που, μέσω των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών, καθορίζει την ενεργό ζήτηση. Αλλά ποιος πουλάει τα εμπορεύματα; Η καπιταλιστική τάξη ασφαλώς!
Η αρχή αυτού του έτους είναι επίσης και το τέλος του προηγούμενου έτους:
-Είναι, λοιπόν, και η στιγμή που γίνεται διαθέσιμο το τελικό προϊόν της προηγούμενης παραγωγικής διαδικασίας.
Η παραγωγή της περασμένης χρονιάς προμηθεύει την καπιταλιστική τάξη με προσφορά εμπορευμάτων που διατίθενται για πώληση αυτή τη χρονιά,
– οι δαπάνες της καπιταλιστικής τάξης αυτού του έτους, σε καθαρή επένδυση και προσωπική κατανάλωση, καθορίζουν την ενεργό ζήτηση για την προσφορά εμπορευμάτων.
-Αν αυτό ακούγεται παράξενο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η καπιταλιστική αναπαραγωγή είναι παράξενη.
Οι Αποφάσεις
Οι αποφάσεις παραγωγής και κατανάλωσης παίρνονται από εκατοντάδες χιλιάδων μεμονωμένους καπιταλιστές χωρίς την παραμικρή σκέψη για την αναπαραγωγή του συστήματος ως συνόλου.
Παρόλο που είναι η καπιταλιστική τάξη αυτή που καθορίζει τα δύο άκρα της σχέσης μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, οι καπιταλιστές δεν δρουν ως τάξη αλλά μάλλον ως άτομα. Το δύσκολο μέρος είναι να εξηγήσει κανείς πώς τα καταφέρνουν να «βγουν σωστοί».
Δεν είναι δύσκολο να συνεχίσουμε αποδώ και πέρα και να δείξουμε ότι μία σταθερή ανάπτυξη είναι πολύ πιθανή, εφόσον η ενεργός ζήτηση κάθε έτους επαρκεί ακριβώς για την αγορά της διαθέσιμης προσφοράς σε «κανονικές» τιμές.
Αν η επένδυση αυξηθεί κατά 10%, τότε το προϊόν αυξάνεται κατά 10%. Αν, συνεπώς, η κατανάλωση των καπιταλιστών επίσης αυξηθεί κατά 10%, το προϊόν κάθε έτους θα βρει ενεργό ζήτηση να το περιμένει για να το αγοράσει.
Μετά τον Marx, η πιθανότητα «ισόρροπης» ανάπτυξης έγινε κοινοτυπία.
Η ισόρροπη ανάπτυξη υπονοεί ότι η παραγωγική ικανότητα και η ενεργός ζήτηση μπορούν να αναπτύσσονται με τον ίδιο περίπου ρυθμό.
Από μόνη της, ωστόσο, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι ο καπιταλισμός πετυχαίνει κάτι τέτοιο έστω και στο ελάχιστο.
Ούτε μας λέει τίποτε για το ποια φορά θα ακολουθούσε η σχέση αιτιότητας, αν μια τέτοια ανάπτυξη ήταν, κατά μέσο όρο, δυνατή.
Εντούτοις, το γεγονός ότι η επέκταση της αναπαραγωγής είναι πιθανή, αποτελεί μια ευδιάκριτη απειλή στις θεωρίες της υποκατανάλωσης. Κάτω από το φως αυτής ακριβώς της πρόκλησης, αντιμετωπίζονται οι Μαρξιστικές εκδοχές της θεωρίας της υποκατανάλωσης.
Στο πλαίσιο της κλασικής υποκαταναλωτιστικής λογικής προέβαλαν το επιχείρημα ότι, εφόσον οι εργάτες παρήγαγαν περισσότερο από όσο κατανάλωναν, η εσωτερική αγορά δεν θα επαρκούσε για να υπάρξει ανάπτυξη.
Η καπιταλιστική συσσώρευση απαιτεί ένα κοινωνικό σύστημα αγοραστών εξωτερικό προς την καπιταλιστική κοινωνία που διαρκώς αγοράζουν περισσότερο από αυτό που του πωλούν.
Συνεπώς, το εμπόριο μεταξύ καπιταλιστικών και μη καπιταλιστικών σφαιρών είναι πρωταρχικής αναγκαιότητας για την ιστορική ύπαρξη του καπιταλισμού και ο ιμπεριαλισμός αναπτύσσεται αναγκαστικά, καθώς τα καπιταλιστικά κράτη παλεύουν για τον έλεγχο όλων αυτών των σημαντικών πηγών ενεργούς ζήτησης.
Επιπλέον, καθώς ο καπιταλισμός εκτείνεται για να καλύψει την υδρόγειο, το μη καπιταλιστικό περιβάλλον συρρικνώνεται αντίστοιχα, και μαζί με αυτό συρρικνώνεται η κύρια πηγή συσσώρευσης.
Η τάση για κρίσεις αυξάνεται και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη για τις απομένουσες μη καπιταλιστικές περιοχές εντείνεται. Οι διεθνείς κρίσεις, οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας.
Το 1929 ξέσπασε μια καταστρεπτική διεθνής καπιταλιστική κρίση, για να ακολουθηθεί από άλλα δέκα χρόνια βαθιάς ύφεσης και ανεργίας. Με αυτό το υπόβαθρο, τα προβλήματα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, για άλλη μια φορά, φθάνουν γρήγορα σε κατάσταση έξαρσης.
Ο καπιταλισμός ως αυτοπεριοριζόμενη συσσώρευση
Οι Ριζοσπαστικές και οι Μαρξιστικές θεωρίες υποκατανάλωσης τείνουν να επικεντρώνονται στην ενεργό ζήτηση ως το συντελεστή που περιορίζει την καπιταλιστική συσσώρευση. Στην ανάλυση του ίδιου του Marx, ωστόσο, η ενεργός ζήτηση δεν είναι ενδογενές πρόβλημα.
Αντίθετα, κατά την άποψη του, οι καπιταλιστές αναγκάζονται να συσσωρεύουν όσο το δυνατό ταχύτερα και έτσι η φυσιολογική τάση του συστήματος είναι η αυτοδιευρυνόμενη παραγωγή και όχι η στασιμότητα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία συσσώρευσης είναι ομαλή, ή ότι οι μερικές κρίσεις δεν μπορούν να συμβούν, λόγω μιας κακής εσοδείας κ.λπ.
Αλλά σημαίνει κατηγορηματικά ότι τα όρια της διαδικασίας συσσώρευσης δεν προκύπτουν από ανεπάρκεια ζήτησης.
Σύμφωνα με τον Marx, τα όρια της συσσώρευσης είναι απόλυτα ενσωματωμένα στη διαδικασία συσσώρευσης. «Το πραγματικό εμπόδιο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο».
Η καπιταλιστική συσσώρευση κινητοποιείται από τη δυνατότητα πραγματοποίησης κέρδους. Αλλά, σύμφωνα με τον Marx, η συσσώρευση προοδευτικά μειώνει τη δυνατότητα κέρδους έτσι ώστε να φθάνει να αυτοϋπονομεύεται.
Αυτός είναι ο περίφημος νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Ταυτόχρονα, η συσσώρευση επιφέρει επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων, αύξηση του προλεταριάτου και της δύναμης του.
Η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους οδηγεί σε φθίνοντες ρυθμούς συσσώρευσης και σε αυξανόμενης έντασης ανταγωνισμό μεταξύ (εγχώριων και διεθνών) καπιταλιστών για αγορές, πρώτες ύλες και φθηνή εργατική δύναμη. Καθώς τα ασθενέστερα κεφάλαια εξαφανίζονται, η οικονομική συγκέντρωση και συγκεντροποίηση (δηλ. το «μονοπώλιο») αυξάνουν.
Επιπλέον, αυξάνεται η ανάγκη των καπιταλιστών να επιτεθούν στους μισθούς, είτε άμεσα μέσω της μηχανοποίησης είτε με την εισαγωγή φτηνής εργατικής δύναμης και/ή την εξαγωγή κεφαλαίου σε φτωχότερες χώρες.
Ταυτόχρονα, το μέγεθος της εργατικής τάξης και η έκταση της συλλογικής εμπειρίας στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο συνεχώς αυξάνονται. Γι’ αυτό η αυξανόμενη επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία συναντά μια αυξανόμενη αντίσταση και μια αντεπίθεση (μακροχρόνια).
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (όπως το θέτει ο Marx) δεν δημιουργείται από τους υψηλούς μισθούς, παρόλο που η αύξηση των πραγματικών μισθών μπορεί κάλλιστα να την επιδεινώσει.
Αυτό σημαίνει ότι οι περιοδικές κρίσεις που είναι αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους δεν μπορούν να αποδοθούν στα αιτήματα ή την αντίσταση του εργατικού δυναμικού, παρόλο που ασφαλώς διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και πολιτικές καταστάσεις είναι πολύ σημαντικές στο να εξηγηθεί πώς το σύστημα ως σύνολο αντιδρά σε κάθε κρίση.
Στο βαθμό που οι καπιταλιστικές σχέσεις υπερισχύουν, οι γενικές τάσεις του καπιταλισμού συνεχίζουν να λειτουργούν. Κατά συνέπεια, ο Marx τονίζει ότι στόχος του προλεταριάτου δεν είναι μόνο να αντισταθεί στο κεφάλαιο, αλλά να το ανατρέψει.
Η θεωρία του Marx για την πτωτική τάση των κερδών
Το ερώτημα για τη δυνατότητα πραγματοποίησης κέρδους έχει δύο σημαντικές πλευρές. Πρώτον, ποια είναι η βάση της και τι καθορίζει την έκταση της; Δεύτερον, πώς ο καπιταλισμός αναπτύσσει αυτή τη βάση και τι αποτέλεσμα έχει αυτό με τη σειρά του στην επέκταση της;
Απαντώντας στην πρώτη ερώτηση, ο Marx αρχίζει με τη διαδικασία της εργασίας. Σε όλες τις κοινωνίες, παρατηρεί, τα απαραίτητα αντικείμενα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και επιθυμιών συνεπάγονται μια συγκεκριμένη κατανομή του κοινωνικού χρόνου εργασίας, των παραγωγικών δραστηριοτήτων, σε συγκεκριμένες αναλογίες και ποσότητες. Αλλιώς, η αναπαραγωγή της κοινωνίας είναι αδύνατη.
Ενώ η κατανομή της κοινωνικής εργασίας είναι θεμελιώδης σε όλες τις κοινωνίες, η εξαγωγή υπερεργασίας είναι η βάση όλων των ταξικών κοινωνιών. Αυτή η υπερεργασία αποτελεί την υλική και κοινωνική βάση των ταξικών σχέσεων. Η εξαγωγή υπερεργασίας πρέπει να επιβληθεί, γιατί παρέχει στην άρχουσα τάξη, εκτός από τα καταναλωτικά της μέσα, τα μέσα της κυριαρχίας της.
Στις περισσότερες κοινωνίες, η κατανομή του κοινωνικού χρόνου εργασίας και η εξαγωγή υπερεργασίας είναι κοινωνικά ρυθμιζόμενα από την παράδοση, τους νόμους και τη βία. Αλλά στην καπιταλιστική κοινωνία η παραγωγική δραστηριότητα αναλαμβάνεται ιδιωτικά από μεμονωμένους καπιταλιστές στη βάση του αναμενόμενου κέρδους
Η Αναπαραγωγή
Η αναπαραγωγή δεν είναι ένας ρητά διατυπωμένος στόχος, αλλά ωστόσο πρέπει να λάβει χώρα και πράγματι συμβαίνει. Επιφανειακά είναι οι χρηματικές τιμές και κέρδη αυτά που παρέχουν καθημερινά την «ανατροφοδότηση» που καθορίζει τις καπιταλιστικές αποφάσεις.
Ο Marx ισχυρίζεται ότι στην πραγματικότητα είναι ο συνολικός χρόνος εργασίας (εργασιακές αξίες) που ξοδεύεται στην παραγωγή εμπορευμάτων εκείνος που ρυθμίζει τα χρηματικά φαινόμενα.
Αυτή η ρύθμιση των τιμών και κερδών από τις εργασιακές αξίες και την υπεραξία είναι στην πραγματικότητα ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνικές απαιτήσεις της αναπαραγωγής εκδηλώνονται στην καπιταλιστική κοινωνία.
Οι καπιταλιστές μονίμως δοκιμάζουν κάθε μέθοδο αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης.
Αλλά με την πάροδο του χρόνου η αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης έχει περιορίσει σθεναρά τις προσπάθειες αύξησης του εργάσιμου χρόνου και/ή μείωσης του πραγματικού μισθού.
Αρα η αύξηση της παραγωγικότητας κατέληξε να είναι η κυρία μέθοδος αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης.
Σχεδόν όλοι οι μαρξιστές σχολιαστές δέχονται ως γεγονός ότι η μηχανοποίηση είναι μια συντριπτική πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ωστόσο μια σημαντική σχολή αποδίδει τη μηχανοποίηση όχι στον καπιταλιστικό έλεγχο της παραγωγής, όπως ο Marx, αλλά στην αντίδραση του κεφαλαίου απέναντι στην αυξανόμενη εργατική αντίσταση και/ή στην αύξηση του πραγματικού μισθού (μακροπρόθεσμη).
Η αύξηση των πραγματικών μισθών θα εντείνει τη μηχανοποίηση και αυτό πιθανό να αντισταθμίσει την επίδραση των υψηλότερων μισθών στην κερδοφορία.
Αλλά κατά τον Marx οι αυξήσεις των μισθών γίνονται δυνατές μέσω μιας πρότερης αιτίας, δηλαδή της μηχανοποίησης που εμφανίζεται κατά τη μάχη της παραγωγής.
Μια άλλη τελευταία δημοφιλής αντίρρηση έχει να κάνει με την αντίληψη ότι οι καπιταλιστές ποτέ δεν θα επέλεγαν τη χρησιμοποίηση μιας παραγωγικής τεχνικής που μειώνει το ποσοστό κέρδους τους.
Ο Marx παρατήρησε, ότι στον καπιταλισμό η αναγκαιότητα του ανταγωνισμού είναι αυτή που αναγκάζει τους καπιταλιστές να επιλέξουν τεχνικές με χαμηλότερο μοναδιαίο κόστος, ακόμα και αν αυτό σημαίνει χαμηλότερο ποσοστό κέρδους. Όποιος και αν κάνει αυτή την κίνηση πρώτος θα πουλάει φθηνότερα από τους άλλους. Η μόνη «επιλογή» που θα αντιμετωπίσουν οι υπόλοιποι καπιταλιστές θα είναι μεταξύ της επίτευξης κέρδους σε χαμηλότερο ποσοστό ή της μη επίτευξης κέρδους επειδή το κόστος παραγωγής τους είναι πολύ υψηλό.
Ο Marx θεώρησε την ερμηνεία του για την «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους καθώς η (καπιταλιστική) κοινωνία αναπτύσσεται» ως «έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους πάνω στα αδιέξοδα όλης της προηγούμενης Οικονομικής θεωρίας».
Είναι το ζωτικό τμήμα της ανάλυσης του των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος. Και, ωστόσο περιέργως, αυτός ο νόμος παίζει σχετικά μικρό ρόλο σε ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της Μαρξιστικής σκέψης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Marx συνέλαβε την καπιταλιστική ιστορία με όρους νόμων κίνησης και την ανθρώπινη ιστορία γενικώς με όρους αντικειμενικών δυνάμεων που δρουν και άρα περιορίζουν την ανθρώπινη δράση.
Εντούτοις, είναι ο ίδιος ο Marx αυτός που ανύψωσε την ταξική πάλη στο υψηλότερο επίπεδο, που ενεργά ηγήθηκε του αγώνα για την άμεση ανατροπή του καπιταλισμού (και όχι σε κάποιο φαταλιστικό μέλλον) και αυτός που συμμετείχε περισσότερο στην πρακτική πολιτική στη βάση της θεωρητικής του ανάλυσης.
Η συμπίεση κερδών
Κάθε κρίση τονίζει τη σημασία των κερδών στην καπιταλιστική παραγωγή και επανεμφανίζει το ερώτημα του τι διέπει την κερδοφορία.
Κάθε μείωση της δυνατότητας κερδοφορίας, με τη σειρά της, τείνει να αποδίδεται, αργά ή γρήγορα, στους υψηλούς μισθούς.
Βέβαια είναι αλήθεια ότι η μείωση των μισθών, όταν τα άλλα μένουν σταθερά, θα αυξήσει τα κέρδη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μια δεδομένη μείωση των κερδών είναι απαραίτητα αποτέλεσμα υψηλών μισθών, το θέμα είναι πώς θα εξακριβώσουμε ποιο είναι το αποτέλεσμα και ποια η αιτία.
Στην ανάλυση του Marx, ο αυξανόμενος πραγματικός μισθός αναμένεται να συνοδεύει ένα αυξανόμενο ποσοστό εκμετάλλευσης, έτσι ώστε από μόνη της η αύξηση του μισθού δεν θα συμβάλλει στην πτώση της κερδοφορίας.
Με Μαρξιστικούς όρους, λοιπόν, μόνο όταν η αύξηση των πραγματικών μισθών είναι αρκετά μεγάλη ώστε να μειώσει πραγματικά το ποσοστό εκμετάλλευσης, μπορούμε να πούμε ότι η πτώση της κερδοφορίας οφείλεται (εν μέρει τουλάχιστον) στους «υψηλούς μισθούς».
«Τίποτα δεν είναι πιο παράλογο από το να εξηγείς την πτώση του ποσοστού κέρδους μέσω της αύξησης του επιπέδου των μισθών, παρόλο που αυτό μπορεί να αποτελεί μια περίπτωση εξαίρεσης» Marx, Capital III, κεφ. XVI, σελ. 240.
Ο Marx ασφαλώς απορρίπτει αυτή την εξήγηση στηριζόμενος στο ότι η ίδια η συσσώρευση κεφαλαίου θέτει αντικειμενικά όρια μέσα στα οποία περιορίζονται οι διεκδικήσεις για το μισθό, έτσι ώστε γενικά το ποσοστό εκμετάλλευσης να αυξάνει. Μάλιστα, ισχυρίζεται ότι το ποσοστό κέρδους μειώνεται ακριβώς επειδή οι εργάτες υφίστανται μια μεγαλύτερη και όχι μικρότερη εκμετάλλευση.
Κατά κάποιο τρόπο οι ισχυρισμοί για τη συμπίεση κερδών είναι τόσο παλιοί όσο ο καπιταλισμός. Κανείς δεν ξέρει καλύτερα από τους καπιταλιστές πόσο σημαντικά είναι τα κέρδη στο σύστημα και, για προφανείς αιτίες, κανείς δεν είναι ταχύτερος στην επίρριψη ευθυνών στους υψηλούς μισθούς, για την επίσπευση των κρίσεων. Με αυτή τη λογική, μια καπιταλιστική εκδοχή του επιχειρήματος των συμπιεσμένων κερδών αναφύεται μαζί με κάθε κρίση.
Από την πλευρά της καπιταλιστικής τάξης και τα έξοδα πώλησης και οι έμμεσοι φόροι είναι γνήσια επιχειρηματικά έξοδα. Μάλιστα, ακόμα και από την άποψη του συστήματος ως σύνολο μπορούν να θεωρηθούν ως τελείως απαραίτητα έξοδα, εφόσον και το εμπορικό κεφάλαιο (χονδρεμπόριο/λιανικό) και το κράτος επιτελούν απαραίτητες λειτουργίες.
Αλλά το γεγονός ότι είναι απαραίτητες δαπάνες δεν αναιρεί το ότι είναι επίσης παράγωγες μορφές υπεραξίας. Είναι απαραίτητο να παραχθεί το υπερπροϊόν πριν να μπορέσει να πωληθεί , η πώληση του αλλάζει μόνο τον τίτλο ιδιοκτησίας του, όχι το μέγεθος του. Η έκταση στην οποία μέρος του υπερπροϊόντος απορροφάται από τις δραστηριότητες αλλαγής τίτλων (αγοραπωλησία) και από τις κρατικές δραστηριότητες (εκτός της κρατικής παραγωγής) είναι απλά δείκτης των εξόδων διανομής και νομιμοποίησης του συστήματος.
Ειδικά για την υπεραξία
Σήμερα, ακόμη και μη μαρξιστές αναγνωρίζουν την επιρροή που ασκούν στη διαμόρφωση των ιστορικών γεγονότων οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι σχέσεις παραγωγής, το πώς δηλαδή είναι δομημένη η οικονομία σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Πολλοί μάλιστα σήμερα μη μαρξιστές ανακαλύπτουν περισσότερο τον Μαρξ από εκείνους που έχοντάς τον μετατρέψει παλαιότερα σε «θρησκεία» και «δόγμα» τον έθαψαν στα αζήτητα της Ιστορίας όταν κατέρρευσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός».
Ο γνωστός μας Τζορτζ Σόρος πού κάθε άλλο παρά μαρξιστής είναι (ή μήπως είναι;)στην εισαγωγή του βιβλίου του «Η Κρίση του Παγκόσμιου Καπιταλιστικού Συστήματος»(1998) γράφει χαρακτηριστικά (σελ.28): «… Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε ένα παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Τα βασικά του γνωρίσματα διατυπώθηκαν, μάλλον με έναν προφητικό τρόπο, από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που εκδόθηκε το 1848 ».
Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος που άσκησε έντονη κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα όχι με βάση ηθικά επιχειρήματα, όπως είχαν ήδη κάνει αρκετοί διανοούμενοι πριν από αυτόν, αλλά στη βάση της πολιτικής-κοινωνικής σκέψης. Ηταν μάλιστα ο πρώτος που είδε στην τεράστια υλική δύναμη της βιομηχανικής επανάστασης, η οποία απελευθέρωσε τον καπιταλισμό ως δύναμη που θα μπορούσε να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τις στερήσεις και τη μιζέρια, οδηγώντας με την αυτοκαταστροφή του σε ένα διαφορετικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που θα είναι ανώτερο του καπιταλισμού, όπως ο καπιταλισμός ήταν ανώτερος της φεουδαρχίας.
Κορμός της μαρξιστικής ιδεολογίας είναι η πάλη των τάξεων και η θεωρία της υπεραξίας. Η υπεραξία, η εκμετάλλευση δηλαδή της εργατικής δύναμης των εργαζομένων από τους καπιταλιστές, είναι το βασικό χαρακτηριστικό του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος.
Ο εργάτης, κατά τον Μαρξ, δεν είναι παρά και αυτός μια μορφή εμπορεύματος, ο οποίος πουλά τη εργατική του δύναμη για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (μια ώρα, μία ημέρα, ένα μήνα κ.λπ.) προκειμένου να μπορέσει να ζήσει. Ο καπιταλιστής αγοράζει την εργατική δύναμη του μισθωτού πληρώνοντάς την, όπως πληρώνει κάθε εμπόρευμα, με βάση την ποσότητα εργασίας που χρειάζεται για να παραχθεί και το πόσο χρειάζεται για να συντηρηθεί ο εργάτης και η οικογένειά του. Αλλά η εργατική δύναμη παράγει περισσότερη αξία απ’ όσο κοστίζει. Η διαφορά, η υπεραξία που παραμένει στα χέρια του εργοδότη, είναι αυτό που αποτελεί ακριβώς το κεφάλαιο.
Το καπιταλιστικό σύστημα στηρίζεται ακριβώς στη σχέση αυτή, στην ανάγκη συγκέντρωσης ακόμη μεγαλύτερων κεφαλαίων, συσσωρεύοντας τον πλούτο στα χέρια όλο και λιγότερων ατόμων.
Κατά τον Μαρξ, «το καπιταλιστικό σύστημα κουβαλά το ίδιο τους σπόρους της αυτοκαταστροφής του», αυτοκαταστροφή που θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας ανώτερης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, που δεν είναι άλλη από την αταξική κοινωνία.
Ο καπιταλισμός βέβαια, συνέχισε να ζει και να βασιλεύει εκατόν πενήντα χρόνια μετά τις προφητείες του Μαρξ και να φαντάζει σήμερα απόλυτος κυρίαρχος χωρίς αμφισβητήσεις. Οι συνεχείς ωστόσο οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’90, ανέδειξαν τις τάσεις αυτοκαταστροφής του.
Το κυριότερο έργο του Μαρξ, στο οποίο αναλύεται διεξοδικά ο χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος, είναι το «Κεφάλαιο». Ο Μαρξ χρησιμοποίησε τρεις έννοιες για να ερμηνεύσει τις μεγάλες αλλαγές της ανθρώπινης κοινωνίας:
Η παραγωγική μας ικανότητα σε κάθε δεδομένη στιγμή, οι δυνάμεις παραγωγής, εξαρτώνται από τις τεχνολογικές μας γνώσεις και τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας.
Ο τρόπος ιδιοκτησίας, η θρησκεία και εν γένει οι κοινωνικές σχέσεις, εξαρτιούνται από τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες και καθορίζουν το οικονομικό σύστημα στο οποίο ζούμε. «Μέχρι τώρα η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με δυο λόγια καταπιεστής και καταπιεζόμενος βρίσκονταν σε συνεχή αντίθεση μεταξύ τους, σ’ έναν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε κρυφό άλλοτε φανερό, που κάθε φορά τέλειωνε με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των αγωνιζόμενων τάξεων», γράφει στην εισαγωγή του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου», ο Μαρξ.
Σκοπός των καπιταλιστών είναι η αύξηση του δικού τους πλούτου και δύναμης και όχι η βελτίωση των υλικών συνθηκών. Η βιομηχανική εργατική τάξη, που αποτελεί την πλειονότητα, πρέπει να ζει με ένα μισθό πείνας παρά τον τεράστιο όγκο αγαθών και υπηρεσιών που η ίδια παράγει.
Ο Μαρξ μίλησε ακόμη για τις εφεδρείες του στρατού των ανέργων, την υπερπροσφορά εργασίας που ξεπερνά τη ζήτηση. Η αύξηση των μισθών ενισχύει την εισαγωγή νέων τεχνολογιών ώστε να παράγονται όσο περισσότερα αγαθά με όσο το δυνατόν λιγότερους εργαζομένους.
Απόψεις που αν και γράφτηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα, φαίνεται σα να αντιγράφονται από τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, της έλλειψης πλήρους απασχόλησης ή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων που θέλουν τον εργαζόμενο «απασχολήσιμο», διαθέσιμο ανάλογα με την ικανότητα των επιχειρήσεων να αυξάνουν ή να μειώνουν το μέγεθος της παραγωγής.
Η σημερινή ύφεση της αμερικανικής οικονομίας οφείλεται στο ότι συσσωρεύτηκαν τόσα πολλά αγαθά, τα οποία ήταν αδύνατον να καταναλωθούν από ένα σημείο και μετά. Πόσο μάλλον που το αμερικανικό καταναλωτικό μπουμ στηρίχτηκε στην υπερχρέωση των νοικοκυριών και την άνοδο του χρηματιστηρίου, που αργά ή γρήγορα θα έφθανε στο τέλος.
Και επειδή η αμερικανική οικονομία-κοινωνία ήταν η πιο καταναλωτική του κόσμου, το φρένο στην ανάπτυξή της έγινε αυτόματα φρένο για ολόκληρο τον κόσμο, αφού η πλειονότητα των μεγάλων βιομηχανιών δεν εργάζεται σήμερα για την κάλυψη εθνικών-εγχώριων αναγκών, αλλά στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές προς όλο και μεγαλύτερες αγορές, όπως είναι για παράδειγμα η αμερικανική.
Ετσι φθάνουμε στην άλλη σημαντική έννοια της θεωρίας του Μαρξ, που είναι η «αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής» και η εγγενής αστάθεια του συστήματος που οδηγεί σε αλλεπάλληλες κρίσεις.
Την τελευταία δεκαετία που εγκαταλείφθηκαν πλήρως οι απόπειρες χαλιναγώγησης του καπιταλισμού των προηγούμενων δεκαετιών μέσω ρυθμίσεων, κρατικών παρεμβάσεων και μέτρα προστατευτισμού, είδαμε ότι οι οικονομικές-χρηματιστηριακές κρίσεις αποτελούν εγγενές φαινόμενο.
Οι κρίσεις από το Μεξικό το 1995, στην κρίση στις ασιατικές χώρες το 1997, τη Ρωσία, τη Βραζιλία το 1998, την αμερικανική και παγκόσμια ύφεση, έως την κατάρρευση της Αργεντινής, δεν είναι παρά οι όψεις του ίδιου νομίσματος της ξέφρενης καπιταλιστικής ανάπτυξης, χωρίς όπως στο παρελθόν να υπάρχουν όρια εθνικά ή διακρατικά.
Αντικείμενο διαμάχης μέχρι σήμερα για οπαδούς και αντιπάλους, ο Μαρξ ανακάλυψε τους νόμους της ανάπτυξης της ανθρώπινης ιστορίας: το γεγονός ότι ο άνθρωπος χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να φάει, να πιει, να έχει στέγη και ιματισμό, πριν ασχοληθεί με την πολιτική, την επιστήμη, την τέχνη, τη θρησκεία κ.α.
Η άμεση παραγωγή λοιπόν των άμεσων υλικών αναγκών και ως εκ τούτου ο βαθμός οικονομικής εξάρτησης συγκεκριμένων ανθρώπων σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, καθορίζουν τα θεμέλια πάνω στα οποία αναπτύσσονται οι θεσμοί του κράτους, οι νομικές αντιλήψεις, η τέχνη, ακόμη και η θρησκεία».
«…Ο Μαρξ ανακάλυψε τον ειδικό νόμο που διέπει το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής… Η ανακάλυψη της υπεραξίας έριξε φως στο πρόβλημα προσπαθώντας να το λύσει, κάτι που οι προηγούμενες έρευνες τόσο των αστών όσο και των σοσιαλιστών οικονομολόγων κρατούσαν στο σκοτάδι», τόνιζε στον επικήδειό του ο φίλος και σύντροφός του, Φρίντριχ Ενγκελς
Ο Κέϊνς.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς μαζί με τον Ανταμ Σμιθ και τον Καρλ Μαρξ αποτελούν την τριάδα της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας. Ο Σμιθ ήταν ο πρώτος που περιέγραψε σε γενικές γραμμές τις αρχές που διέπουν το ανερχόμενο στην εποχή του καπιταλιστικό σύστημα Ο Μαρξ ανέλυσε διεξοδικά τη λειτουργία του συστήματος. Ο Κέινς ήταν αυτός που πρότεινε λύσεις για έναν άλλο καπιταλισμό, που θα σωζόταν από τις ίδιες τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του, που είχε διαγνώσει ο Μαρξ και συνέβαλε στον εξανθρωπισμό του.
Είναι από τους λίγους οικονομολόγους που οι θεωρίες του έγιναν πράξη και μάλιστα πετυχημένη πράξη, χωρίς να οδηγήσουν σε κοινωνικές ανατροπές και βίαιες επαναστάσεις, όπως για παράδειγμα οι θεωρίες του Μαρξ. Εμεινε στο προσκήνιο για πολλά χρόνια. Και οι τελευταίες οικονομικές κρίσεις και κυρίως η πρόσφατη ύφεση της αμερικανικής οικονομίας επαναφέρουν το μεγάλο αυτό Βρετανό οικονομολόγο στο προσκήνιο.
Η ειρωνεία είναι ότι ο Κέινς κάθε άλλο παρά αριστερός ήταν. Βέρος αριστοκράτης και άνθρωπος του πολιτικού κατεστημένου, ταυτίστηκε με την ευρωπαϊκή κυρίως σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και τη δεκαετία του ’90 έγινε σχεδόν συνώνυμο του «κρατισμού», καθώς μερίδα του διεθνούς, κυρίως αγγλοσαξονικού, Τύπου έβλεπε με κάποιο δέος τη δημιουργία κυβερνήσεων της Κεντροαριστεράς στην Ευρώπη, φοβούμενη επιστροφή στις κεϊνσιανού τύπου πολιτικές κρατικού παρεμβατισμού και δημοσίων ελλειμμάτων.
Ο Τζον Μέιναρντ Κέινς γεννήθηκε το 1883 στο Κέιμπριτζ και πέθανε το 1946. Γαλουχήθηκε από την κλασική οικονομική σκέψη. Η μεγάλη ανεργία στην πατρίδα του τη Βρετανία την εποχή του Μεσοπολέμου, αλλά κυρίως το σοκ του κραχ του ’29 ήταν αυτά που σφυρηλάτησαν τις απόψεις του Κέινς, οι οποίες αποκρυσταλλώθηκαν στο περίφημο βιβλίο του «Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος».
Ενα βιβλίο τόσο απωθητικό σε τίτλο για τους μη ειδικούς, που έμελλε να γίνει ωστόσο η βίβλος των οπαδών του κρατικού παρεμβατισμού.
Η κρίση του ’29 δεν ανέδειξε τον Μαρξ ή κάποιον σύγχρονο οπαδό του νικητή, αλλά τον κάθε άλλο παρά σοσιαλιστή Κέινς. Μία εξίσου πολυσχιδή προσωπικότητα, που ασχολούνταν με το χρηματιστήριο, χωρίς, όπως έλεγε ο ίδιος, να συμβουλεύεται ποτέ τους ειδικούς, και ο οποίος γνώριζε από κοντά ανθρώπους όπως ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ, ο Μπέρναρντ Σο και ο Πάμπλο Πικάσο.
Μέχρι το κραχ του ’29, οι οικονομολόγοι πίστευαν μεν στην ύπαρξη περιόδων ύφεσης της οικονομίας, αλλά ήταν βέβαιοι πως η δυναμική της αγοράς θα αποκαθιστούσε από μόνη της τις ισορροπίες. Τη δεκαετία του ’20 στις ΗΠΑ, εποχή του μεγάλου χρηματιστηριακού κράχ, ανάλογο του οποίου έζησε πλέον η παγκοσμιοποιημένη χρηματιστηριακή ανθρωπότητα τη δεκαετία του ’90, υπήρχε η αίσθηση της αέναης ανάπτυξης και πλουτισμού -μια αίσθηση που είδαμε να αναπτύσσεται και τη δεκαετία του ’90.
«Σύντομα με τη βοήθεια του Θεού, θα μπορούμε να ατενίσουμε την ημέρα που θα έχουμε εξοστρακίσει τη φτώχεια από το έθνος μας», διακήρυττε ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ, ενώ ο Δημοκρατικός του αντίπαλος Τζον. Τζ. Ράσκομπ υπερθεμάτιζε: «Ολοι θα πρέπει να γίνουν πλούσιοι».
Εως ότου ήλθε το χρηματιστηριακό κραχ του ’29. Σαράντα δισ. δολάρια έκαναν φτερά μέσα σε λίγες μέρες. Οι μειώσεις επιτοκίων και οι τονωτικές ενέσεις ηθικού δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τη συνεχή οικονομική επιδείνωση που έσπρωξε εκατομμύρια Αμερικανούς από το χρηματιστηριακό θαύμα, στην άβυσσο της μαζικής ανεργίας, της εξαθλίωσης και της φτώχειας -φαινόμενα βέβαια που δεν είχαν εξαλειφθεί ούτε την εποχή της μεγάλης κρίσης το ’20.
Ηταν μέσα στο κλίμα αυτό, της απόλυτης απαισιοδοξίας, του κινδύνου βίαιων επαναστατικών ανατροπών, είτε τύπου Ρωσίας του 1917 είτε χιτλερικής Γερμανίας και φασιστικής Ιταλίας, που ο Κέινς αναζητούσε απαντήσεις στα ακανθώδη οικονομικά προβλήματα της εποχής του.
«Για να καταλάβεις τη διανοητική μου κατάσταση», έγραφε στον Τζορτζ Μπέρναρντ Σο το 1935-είχε μόλις ξαναδιαβάσει τον Μαρξ και τον Ενγκελς ύστερα από σύσταση του Σο χωρίς όμως να ενθουσιαστεί- «…θα πρέπει να γνωρίζεις ότι γράφω ένα βιβλίο οικονομικής θεωρίας που είμαι πεπεισμένος ότι θα φέρει επανάσταση -όχι, όμως, φαντάζομαι αμέσως αλλά μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια- στον τρόπο που ο κόσμος αντιμετωπίζει τα οικονομικά προβλήματα…». Και έπεσε μέσα.
Το βιβλίο του «Γενική θεωρία της απασχόλησης του τόκου και του χρήματος» κατέχει σήμερα περίοπτη θέση μαζί με τον «Πλούτο των εθνών» του Ανταμ Σμιθ και το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, για όσους ασχολούνται με την οικονομική, και όχι μόνο, επιστήμη.
Αν στη μαρξιστική θεωρία ο καταλύτης ήταν η διαπίστωση του ρόλου που παίζει το οικονομικό εποικοδόμημα στη διαμόρφωση των κοινωνικών αντιθέσεων και σε τελική ανάλυση της ίδιας της ιστορικής εξέλιξης, στη θεωρία του Κέινς, ο καταλύτης ήταν το συμπέρασμα ότι στον καπιταλισμό δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός ασφαλείας.
Η οικονομία δεν έμοιαζε με τραμπάλα, όπως πίστευαν οι σύγχρονοί του, που έτεινε από μόνη της προς την οριζόντια θέση, αλλά με ανελκυστήρα: μπορούσε να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει, αλλά μπορούσε να μένει στάσιμη. Ανακάλυψε, με δυο λόγια, αυτό που σήμερα είναι γενικά παραδεκτό: τους κύκλους ανάπτυξης και ύφεσης της οικονομίας. Υστερα από μία περίοδο ανάπτυξης ακολουθεί η ύφεση ή ακόμη και η στασιμότητα.
Στις ΗΠΑ έπειτα από μία δεκαετία ξέφρενης ανάπτυξης, βρισκόμαστε σε μία περίοδο ύφεσης, η οποία άγνωστο πόσο θα κρατήσει. Στην Ιαπωνία μετά την ξέφρενη ανάπτυξη της δεκαετίας του ’80, έχουμε μία μακρά περίοδο στασιμότητας, που εναλλάσσεται από περιόδους ύφεσης ή συγκρατημένης ανάπτυξης.
Ο Κέινς υποστήριξε ότι μόνο με κρατική παρέμβαση μπορεί να βοηθηθεί η οικονομία σε περιόδους ύφεσης, μέσω δηλαδή των δημοσίων επενδύσεων, ρυθμίσεων και μέτρων κοινωνικής προστασίας, μπορεί να αυξηθεί η ζήτηση, που αποτελεί την καρδιά για την οικονομική ανάπτυξη. Μην ξεχνάμε ότι την εποχή του Κέινς, στις ΗΠΑ, ήταν άγνωστες οι έννοιες των κοινωνικών επιδομάτων, των επιδομάτων ανεργίας κ.λπ. και η οικονομία λειτουργούσε μέχρι την εποχή του «νιου ντιλ» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ υπό καθεστώς απόλυτης ελευθερίας και αναρχίας.
Για την αντιμετώπιση της ύφεσης δεν αρκούν παραδοσιακά εργαλεία όπως τα επιτόκια. Στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης που ακολούθησε το κραχ του ’29 τα επιτόκια μειώθηκαν, η οικονομική στασιμότητα συνεχίστηκε, όμως, αυξάνοντας τις ουρές των ανέργων.
Η «Γενική Θεωρία» του Κέινς κατέληγε σε ένα επαναστατικό για την εποχή του συμπέρασμα: Δεν υπάρχει αυτόματος μηχανισμός ασφαλείας. Μία περίοδος ύφεσης δεν ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσε να διορθωθεί από μόνη της -η οικονομία θα μπορούσε να μένει στάσιμη επ’ αόριστον, σαν πλοίο ακινητοποιημένο σε νηνεμία.
Ο Κέινς κάθε άλλο παρά αντίθετος με την οικονομία της αγοράς ήταν. Συνειδητοποίησε ωστόσο, μέσα από την τραγικότητα των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων του Μεσοπολέμου, ότι η οικονομία της αγοράς από μόνη της, χωρίς ρυθμίσεις και κρατικές παρεμβάσεις προς όφελος των αδυνάτων, δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής σταθερότητας.
Γράφει στη «Γενική Θεωρία» ο Κέινς:
«Πρώτον, μια οικονομία σε ύφεση μπορεί να παραμείνει σε ύφεση. Δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στον οικονομικό μηχανισμό για να βγάλει την οικονομία από την ύφεση. Μπορεί να έχεις «ισορροπία» και ταυτόχρονα ανεργία, ακόμη και μαζική ανεργία.
Δεύτερον, η ευημερία εξαρτάται από τις επενδύσεις. Αν μειωθούν οι επενδύσεις για κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, θα ξεκινήσει μια διαδικασία συρρίκνωσης της οικονομίας. Μόνο αν αυξηθούν οι επενδύσεις θα ακολουθήσει η διαδικασία ανάπτυξης.
Και τρίτον, οι επενδύσεις είναι ένας αναξιόπιστος κινητήριος τροχός για την οικονομία. Στην καρδιά του καπιταλισμού βρίσκεται η αβεβαιότητα, όχι η σιγουριά. Χωρίς να ευθύνονται οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, ο καπιταλισμός βρίσκεται υπό τη συνεχή απειλή του κορεσμού και ο κορεσμός συνεπάγεται την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας».
Πόσο επίκαιρες ακούγονται οι επισημάνσεις αυτές! Οι θεωρίες του Κέινς επηρέασαν την πολιτική πρακτική που ακολούθησαν «δεξιές» και «αριστερές» κυβερνήσεις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις θεωρίες του Κέινς στηρίχτηκε η «σοσιαλδημοκρατική» πολιτική του «νιου ντιλ» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, που έβγαλε την αμερικανική οικονομία από το χάος του ’20 -βοήθησε βέβαια και ο πόλεμος με τη δημιουργία βιομηχανικών καινοτομιών που αργότερα θα γίνονταν δημοφιλή καταναλωτικά αγαθά.
Στις θεωρίες του Κέινς στηρίχτηκε το μεταπολεμικό σκηνικό νομισματικής σταθερότητας που αποφασίστηκε στο Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ (δημιουργία του ΔΝΤ, σταθερότητα συναλλαγματικών ισοτιμιών κ.λπ.). Και βέβαια στις θεωρίες του Κέινς στηρίχτηκαν οι πολιτικές των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, μετά τον πόλεμο, ακολουθώντας αυτό που έμεινε γνωστό ως «μικτή οικονομία» -ιδιωτική πρωτοβουλία με ισχυρό κοινωνικό κράτος και αυξημένη συμμετοχή των συνδικάτων, πολιτική που ξεθεμελιώνεται αργά αλλά σταθερά υπό την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού.
Και αν το σωστό μιας θεωρίας κρίνεται εκ του αποτελέσματος, τη χρυσή εποχή του «κεϊνσιανισμού», που οι δημόσιες δαπάνες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη, το ΑΕΠ στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες αυξήθηκε μεταξύ 1960 και 1974 κατά 4,9%, έναντι 2,15% τη χρυσή εποχή του νεοφιλελευθερισμού από το 1990 και μετά..
Βέβαια η «κεϊνσιανή» πολιτική είχε ένα δυσβάστακτο κόστος: την αύξηση των ελλειμμάτων και τον πληθωρισμό, ιδίως μετά την κρίση του πετρελαίου του 1973. Ο αδύναμος αυτός κρίκος ήταν που έφερε στο προσκήνιο το νεοφιλελευθερισμό και την επίθεση κατά κάθε τι κρατικού, προβάλλοντας τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση και τον αυτοματισμό των αγορών ως γιατρειά για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Η πρόσφατη ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας και οι αλλεπάλληλες κρίσεις, χρηματιστηριακές και οικονομικές, των τελευταίων ετών επανέφεραν το Βρετανό οικονομολόγο στο προσκήνιο.
Κατά πόσο τώρα είναι δυνατή η εφαρμογή μιας κεϊνσιανού τύπου πολιτικής στις σημερινές συνθήκες πλήρως παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και αποδυνάμωσης του κράτους-έθνους με τη μεταφορά εξουσιών σε πολυεθνικά κέντρα ( Τρόϊκα, Ε.Ε., Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ΔΝΤ κ.λπ.) είναι ένα ερώτημα.
Ρωγμές στον καπιταλισμό
Η μεταπολεμική άνθιση που επρόκειτο να μας οδηγήσει στις χρυσές πύλες του 21ου αιώνα είναι πια επίσημα νεκρή.
Όλος ο καπιταλιστικός κόσμος βρίθει από οικονομικές κρίσεις. Ο διεθνής ανταγωνισμός εντείνεται καθώς οι καπιταλιστές μάχονται να επιβιώσουν:
– τράπεζες πτωχεύουν, βιομηχανικοί γίγαντες πτωχεύουν, το διεθνές νομισματικό σύστημα παραπαίει από τη μια κρίση στην άλλη, η ανεργία βαθαίνει και παντού η πάλη οξύνεται. Οι κρίσεις δεν είναι τίποτα καινούριο στον καπιταλισμό.
Οι περιοδικές και καταστρεπτικές εμφανίσεις τους έχουν αναγνωρισθεί, αναλυθεί και θεωρητικά συλληφθεί από πολλούς. Αν ο σκοπός είναι η υπέρβαση του συστήματος, τότε επιβάλλεται να το κατανοήσουμε. Τίμημα της αδιαφορίας είναι η αποτυχία.
Τρία συμπεράσματα προκύπτουν από την ιστορία των θεωριών των κρίσεων.
Το πρώτο αναφέρεται στη σχέση θεωρίας και πολιτικής. Κάθε θεωρητική θέση συνεπάγεται έναν συγκεκριμένο τρόπο αλλαγής του συστήματος.
Με αυτή τη λογική κάθε θεωρία έχει πολιτικές συνέπειες για την πρακτική η οποία βασίζεται σε αυτή.
Αλλά είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούν να γίνουν απλουστευτικές συνδέσεις μεταξύ ενός συγκεκριμένου συνόλου θεωρητικών εννοιών και της πολιτικής που αναμένεται να συγγενεύει με αυτές.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της θεωρίας υποκατανάλωσης. Στους υποστηρικτές της περιλαμβάνονται ο Parson Malthus και ο μικροαστός σοσιαλιστής Simone de Sismondi, η επαναστάτρια Rosa Luxemburg και όλη η σύγχρονη σχολή του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» που στηρίζεται στις εργασίες των Paul Sweezy και Paul Baran.
Στους αντιπάλους, από την άλλη, περιλαμβάνονται οι αστοί θεωρητικοί κάθε κατηγορίας, από τον Ricardo και εφεξής, αλλά επίσης και οι Marx και Lenin. Ούτε μεταξύ των υποστηρικτών της θεωρίας υποκατανάλωσης ούτε μεταξύ των επικριτών της, διακρίνεται κοινή πολιτική θέση. Παρόμοιοι ισχυρισμοί μπορούν να γίνουν για κάθε άλλη θεωρία της κρίσης.
Το δεύτερο συμπέρασμα έχει να κάνει με τη θεωρία και τα «γεγονότα». Είναι σοβαρό λάθος να συμπεραίνουμε ότι τα «γεγονότα» είναι κατά κάποιο τρόπο δεδομένα, ανεξάρτητα από το θεωρητικό πλαίσιο.
Ακόμα και μια σύντομη μελέτη της ιστορίας των λογαριασμών εθνικού εισοδήματος δείχνει γρήγορα ότι τα στοιχεία που αντιμετωπίζουμε, σε κάθε περίπτωση, είναι αριθμητικές αναπαραστάσεις συγκεκριμένων θεωρητικών κατηγοριών.
Αυτά τα δεδομένα βέβαια βασίζονται σε γεγονότα του πραγματικού κόσμου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το γεγονός κωδικοποιείται και καταμετρείται εξαρτάται επίσης από μια κοσμοθεωρία.
Το πρότυπο που προκύπτει στη βάση Κεϋνσιανών κατηγοριών, που προϋποτίθενται στους τρέχοντες εθνικούς λογαριασμούς εισοδήματος, δεν είναι απαραίτητα ίδιο με αυτό που προκύπτει στη βάση των Μαρξιστικών κατηγοριών.
Σχετικά με τις θεωρίες της συμπίεσης κερδών είναι σημαντικό να μην συγχέεται ο λόγος κερδών-μισθών με το ποσοστό εκμετάλλευσης. Θα ήταν τρομερή πράγματι απώλεια να εγκαταλειφθεί μια σωστή θεωρία επειδή δεν ανταποκρίνεται σε «γεγονότα» που στηρίζονται σε τελείως διαφορετικές κατηγορίες.
Το τρίτο συμπέρασμα είναι οτι κατά την ανάλυση των κρίσεων δεν επαρκεί να μελετάμε τα φαινόμενά τους. Είναι εξίσου απαραίτητο να μελετάμε τις εξηγήσεις των κρίσεων, τις τωρινές και αυτές του παρελθόντος.
Διαφορετικά, είναι πολύ πιθανό να ανακαλύψουμε εκ νέου ό,τι έχει ήδη ανακαλυφθεί και να κάνουμε τα ίδια λάθη που έκαναν άλλοι προ πολλού. ΄Οσοι αγνοούν την ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Κατ΄αναλογία όσοι αγνοούν τη θεωρία είναι καταδικασμένοι να την ανακαλύπτουν εκ νέου.
Τέλος της μονοκρατορίας του δολαρίου
Είδαμε ότι η τρέχουσα οικονομική (και πολιτική, κοινωνική) κρίση σηματοδοτεί το τέλος της «μονοκρατορίας» του δολαρίου, ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Μονοκρατορία, που είχε δημιουργήσει την δογματική «πεποίθηση» ότι δήθεν η φιλελεύθερη (laissez faire-φονταμενταλιστική αγορά ), που σημαίνει απόλυτη ελευθερία της αγοράς ή των αγορών, τείνει αυθόρμητα προς την ισορροπία και την αυτορρύθμιση.
Η σημερινή κρίση, αποδεικνύει ότι το δόγμα της ισορροπίας (της αγοράς) είναι ένα μεγάλο ψέμα. Το δόγμα της ισορροπίας, αποδείχθηκε ανίκανο να εξηγήσει την διεθνή οικονομική κρίση και το πάντα παρόν χάος(πολιτικό,οικονομικό,κοινωνικό) που βιώνει ο σύγχρονος κόσμος, χάος που το δόγμα της ισορροπίας και της αυτορρύθμισης αποτελεί την αιτία του και την εγγενή αδυναμία του καπιταλισμού.
Οι απολογητές της θεωρίας της ισορροπίας της αγοράς προβλέπουν μακρά περίοδο πολιτικής και χρηματοοικονομικής αστάθειας, την οποία θα ακολουθήσει η εμφάνιση μιας νέας τάξης πραγμάτων.
Ο άνθρωπος δεν είναι τέλειος και οι θεωρίες του και οι κοινωνικές συγκροτήσεις, που αυτός επιχειρεί, πάσχουν, έτσι ώστε οι κατασκευές του να είναι σφαλερές, ελαττωματικές κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Και επομένως κάθε καθεστώς που επικρατεί εμπεριέχει μη επιλυόμενες αντιφάσεις και μάλλον τείνει να το αντικαταστήσει ένα εντελώς (τουλάχιστον στην σύλληψη και στη θεωρία) διαφορετικό καθεστώς.
Η τρέχουσα χρηματοοικονομική κρίση έχει θέσει σε άμεσους κινδύνους το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, και συγκλονίζει τον σύγχρονο κόσμο. Η ιδιοτέλεια, η κερδοσκοπία, το ψέμα, ή απάτη, το έγκλημα στην υπηρεσία του όλο και περισσότερου κέρδους (για το κέρδος) συγκρούονται δια των όποιων (δημοκρατικών ή αυταρχικών) θεσμών με το δημόσιο συμφέρον, έτσι ώστε η ανθρωπότητα να βιώνει μια περίοδο δραματικής αβεβαιότητας.