ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΜΜΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. `ΠΟΙΟΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ;`

            
     Γράφει και αντιγράφει (από N. Smyrnaios.com) o δικηγόρος Θαν.Τσιώκος-Πλαπούτας
  
  
Οικονομική συγκέντρωση και ΜΜΕ στην Ελλάδα, η εν γένει διαφήμιση (Ιδιωτική, κρατική  και υπαίθρια διαφήμιση) και η γενοκτονία της ασφάλτου.
       
 
Η συγκέντρωση των μέσων παραγωγής ήταν και είναι ένα από τα πιο σπουδαία κεφάλαια  της πολιτικής οικονομίας. Στην  περίπτωση των μέσων επικοινωνίας το θέμα αποκτά  ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί η τηλεόραση, ο τύπος και το διαδίκτυο δεν αποτελούν απλώς μία ακόμη βιομηχανική δραστηριότητα αλλά έχουν να κάνουν με τη δημόσια σφαίρα, με το δημόσιο (γενικό) συμφέρον, με το εν γένει λαϊκό, εθνικό συμφέρον.
       Πρόκειται για το πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται ο δημόσιος διάλογος γύρω από τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα με βάση την αναζήτηση της επίτευξης του κοινού συμφέροντος. Ως εκ τούτου, η οικονομική διάρθρωση των μέσων και η αυξανόμενη επιρροή ενός μικρού αριθμού εκδοτών και  «καναλαρχών» που αυτή συνεπάγεται, περιέχει εκ φύσεως πολιτικές και βαθιές κοινωνικές διαστάσεις.
Συγκέντρωση του κύκλου εργασιών
Ο βαθμός της συγκέντρωσης στον τομέα της επικοινωνίας μπορεί να εξετασθεί από πολλές πλευρές. Κατά πρώτο λόγο είναι δυνατό να αναλύσουμε το φαινόμενο μέσα από το πρίσμα του κύκλου εργασιών ενός συγκεκριμένου τμήματος των ΜΜΕ.
 Στην περίπτωση της ιδιωτικής τηλεόρασης ο κύκλος εργασιών αφορά σχεδόν αποκλειστικά τα διαφημιστικά έσοδα.  
  Σύμφωνα με τα στοιχεία της Media Services, που πραγματοποιεί την μέτρηση των διαφημιστικών δαπανών στην Ελλάδα, για το 2007 οι τέσσερις πρώτοι ιδιωτικοί τηλεοπτικοί σταθμοί συγκεντρώνουν 84,44% του κύκλου εργασιών, ήτοι 795.270.000 ευρώ, δηλαδή η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά συγκεντρωμένη από οικονομικής άποψης.
Η ίδια εικόνα διαμορφώνεται εάν λάβουμε υπόψη τα ποσοστά τηλεθέασης όπως αυτά μετρούνται από την εταιρία AGB Hellas. Έτσι για την τηλεοπτική περίοδο 2006-2007, οι τέσσερις πρώτοι σταθμοί MEGA, ANT1, ALPHA και STAR συγκέντρωσαν κατά μέσο όρο μερίδιο τηλεθέασης 60,7%.
Η συγκέντρωση είναι ακόμη πιο αυξημένη σε ότι αφορά την ενημέρωση αφού, για το 2007, τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των τεσσάρων είχαν μέσο μερίδιο τηλεθέασης της τάξης του 67,2%, αυτό είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το μεγάλο αριθμό ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών που φτάνουν τα 151 σε όλη τη χώρα, εκ των οποίων οκτώ εθνικής εμβέλειας και πάνω από είκοσι μόνο στη περιοχή της Αττικής.
Από τα λίγα αυτά στοιχεία συνάγεται ότι ο τομέας της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα είναι αντικείμενο υψηλής συγκέντρωσης σε ότι αφορά στην τηλεθέαση και ακόμη περισσότερο στην διανομή των διαφημιστικών δαπανών που αποτελούν και την κύρια πηγή εσόδων του τομέα. Κι αυτό σε αντιδιαστολή με το φαινομενικό πλουραλισμό που πηγάζει από τον μεγάλο αριθμό των υπαρχόντων τηλεοπτικών σταθμών.
Συγκέντρωση της ιδιοκτησίας
 Όμως ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης του ελληνικού επικοινωνιακού συστήματος επαληθεύεται και μέσα από το κριτήριο της ιδιοκτησίας εξετάζοντας το ποια και πόσα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ελέγχουν τα μέσα επικοινωνίας, στην προκειμένη περίπτωση τα ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης. Υπάρχουν τρεις βασικές διαμορφώσεις αυτής της μορφής συγκέντρωσης.  
Στην πρώτη διαμόρφωση το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο διατηρεί τον έλεγχο περισσοτέρων από ένα μέσων επικοινωνίας (εντύπου, ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού) τα οποία θεωρούνται
«υποκαταστάσιμα» από την οικονομική θεωρία αφού ικανοποιούν ανάγκες ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.
  Η πρώτη διαμόρφωση προσφέρει την δυνατότητα στον ιδιοκτήτη διαφορετικών μέσων να εκμεταλλευτεί τις συνεργίες που αυτά του παρέχουν.
 
Πλεονεκτήματα οριζόντιας συγκέντρωσης
Οι συνεργίες αυτές παρουσιάζονται σε οικονομικό αλλά και σε δημοσιογραφικό επίπεδο. Στην πρώτη διαμόρφωση η κοινή ιδιοκτησία παραπάνω από ενός μέσων αποφέρει οικονομίες κλίμακας όσον αφορά το κόστος παραγωγής ενημερωτικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου.
 Οι οικονομίες κλίμακας προέρχονται εκ της από κοινού χρησιμοποίησης ανθρώπινου δυναμικού (τεχνικό, διοικητικό και διαχειριστικό προσωπικό) και τεχνικών μέσων (συστήματα πληροφορικής, οπτικοακουστικό υλικό, μέσα μεταφοράς και τηλεπικοινωνίας) για την λειτουργία ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, εφημερίδων και περιοδικών.
Η παραπάνω διαμόρφωση ενδυναμώνει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μεγάλων συγκροτημάτων στο χώρο της επικοινωνίας καθιστώντας τα αναπόφευκτα ως ισχυρότατους παράγοντες της ενημέρωσης.
 Παράλληλα οι συνεργίες της πρώτης μορφής αυξάνουν κατακόρυφα την εμπορική δύναμη των εν λόγω συγκροτημάτων. Αυτό γιατί έχουν την δυνατότητα να συνθέτουν ελκυστικά διαφημιστικά πακέτα στοχεύοντας το κοινό των ραδιοτηλεοπτικών και έντυπων μέσων που ελέγχουν.
  Καταυτόν τον τρόπο τα συγκροτήματα καθίστανται απαραίτητα στους διαφημιζόμενους οι οποίοι αναζητούν τη μέγιστη προβολή των προϊόντων και υπηρεσιών τους.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα οικονομικής φύσης που απορρέει από την οριζόντια συγκέντρωση είναι η δυνατότητα χρησιμοποίησης ενός μέσου για την διαφήμιση άλλων, κοινής ιδιοκτησίας.
  Καταυτόν τον τρόπο τα ιδιωτικά κανάλια χρησιμοποιούνται κατά κόρον για την προβολή έντυπων μέσων όπως οι εφημερίδες και τα περιοδικά του ίδιου συγκροτήματος και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί διαφημίζουν συχνότατα τις ανάλογες τηλεοπτικές εκπομπές.
 Το αποτέλεσμα είναι μία διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης ενδυνάμωσης της ακροαματικότητας και της κυκλοφορίας που αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο ενός μικρού αριθμού συγκροτημάτων. Αυτό γιατί το κόστος ενός αντίστοιχου πληρωτέου διαφημιστικού χώρου θα ήταν δυσβάσταχτο για έναν εξωτερικό παράγοντα που θα αναζητούσε παρόμοια προβολή.
Η ίδια στρατηγική ακολουθείται και σε ότι αφορά άλλους τομείς της πολιτισμικής βιομηχανίας, όπως οι δισκογραφικές εταιρίες και οι εκδοτικοί οίκοι που αποτελούν ιδιοκτησία των εν λόγω συγκροτημάτων και των οποίων τα προϊόντα γίνονται γνωστά στο ευρύ κοινό μέσω της τηλεοπτικής διαφήμισης.
 Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης η ζήτηση ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και πολιτισμού από μέρους μιας μεγάλης μερίδας του κοινού στρεβλώνεται αφού διαμορφώνεται κυρίως μέσω της επικοινωνιακής και κατ’επέκταση διαφημιστικής δύναμης των εκάστοτε κυρίαρχων συγκροτημάτων στον χώρο των ΜΜΕ.
 Ο ρόλος της ιδιωτικής τηλεόρασης είναι από αυτή την άποψη αποφασιστικός ως το πιο διαδεδομένο και δημοφιλές μέσο ενημέρωσης στην Ελλάδα.
 Σύμφωνα με τα στοιχεία της EuroData, οι Έλληνες κατατάσσονται πρώτοι το 2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την καθημερινή κατανάλωση τηλεοπτικών προγραμμάτων που φτάνει τις 3 ώρες και 53 λεπτά κατά μέσο όρο. Διαφαίνεται τότε ο στρατηγικός ρόλος των καναλιών όχι μόνο για την ίδια τους την κερδοφορία καθεαυτή αλλά και για την παράλληλη προώθηση συγγενών επιχειρηματικών συμφερόντων.
 Δημοσιογραφικές συνεργίες 
Παραπληρωματικά των προαναφερθέντων οικονομικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την πρώτη μορφή στον χώρο της επικοινωνίας εμφανίζονται επίσης και οι δημοσιογραφικές συνεργίες. Πρόκειται για την παράλληλη εργασία των ίδιων δημοσιογράφων σε διαφορετικά μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, κοινής όμως ιδιοκτησίας. Καταυτόν τον τρόπο επιτυγχάνονται άμεσα οφέλη και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη.
 Για τους δημοσιογράφους μία τέτοια διαμόρφωση αποτελεί πηγή οικονομικών εσόδων. Αυτό γιατί πολλαπλασιάζονται έτσι οι θέσεις εργασίας στις οποίες μπορούν να έχουν πρόσβαση. Η αναζήτηση πολλαπλών θέσεων μερικής απασχόλησης, οι οποίες εξασφαλίζουν ένα επαρκές και τακτικό εισόδημα, αποτελεί παραδοσιακό γνώρισμα του επαγγέλματος.
  Όμως για τους ανεξάρτητους δημοσιογράφους και πολύ περισσότερο για τους νέους η κατάσταση αυτή συνιστά τροχοπέδη. Συνεπώς, η εργασία στους κόλπους μιας οριζόντια συγκεντρωμένης επιχείρησης σημαίνει αυτόματα πιο εύκολη πρόσβαση μίας μερίδας δημοσιογράφων σε περισσότερα μέσα και επομένως την διευκόλυνση της επίτευξης μιας οικονομικά ικανοποιητικής επαγγελματικής κατάστασης για τους ίδιους. Παράλληλα, η πρόσβαση των επαγγελματιών δημοσιογράφων σε πολλαπλά μέσα ενημέρωσης διαφορετικής φύσης, πολύ περισσότερο όταν αυτά είναι εξαιρετικά δημοφιλή όπως τα ιδιωτικά κανάλια και οι πολιτικές εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας, αυξάνει θεαματικά αυτό που  αποκαλείται δημοσιογραφικό κεφάλαιο .
 Πρόκειται για την αναγνώριση και το κύρος που ένας δημοσιογράφος απολαμβάνει από τους συναδέλφους του και από το κοινό. Όσο περισσότερο ένας συντάκτης ή παρουσιαστής έχει πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα μέσα από τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και τα άρθρα του, τόσο το δημοσιογραφικό του κεφάλαιο πολλαπλασιάζεται και η θέση του στην επαγγελματική ιεραρχία βελτιώνεται.
 Ως συνέπεια παρατηρείται το φαινόμενο των υπέρογκα αμειβόμενων δημοσιογράφων «σταρ»  οι οποίοι συχνά αποτελούν αντικείμενο ηχηρών μεταγραφών.  Μία τέτοια συγκέντρωση των θέσεων-κλειδιών από τα ίδια πρόσωπα μέσα στο ελληνικό επικοινωνιακό σύστημα είναι συσχετιζόμενη και παράλληλη με την ανάπτυξη των ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών μέσων στη δεκαετία του ‘90 και τη σύσταση ισχυρών συγκροτημάτων γύρω από αυτά.
Για τους επιχειρηματίες που ελέγχουν τα οριζόντια συγκεντρωμένα ΜΜΕ οι συνεργίες που απορρέουν από την πολλαπλή προβολή ενός μικρού αριθμού δημοσιογράφων είναι σημαντικές. Καταρχάς, σε ότι αφορά το οικονομικό σκέλος, η αποκλειστική τους εργασία στα έντυπα και ραδιοτηλεοπτικά μέσα των μεγάλων συγκροτημάτων αποφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα ως προς την υψηλή ακροαματικότητα και κυκλοφορία που αυτά επιτυγχάνουν.
 Για παράδειγμα η τηλεθέαση ενός τηλεοπτικού δελτίου όπως αυτή προσμετράτε σήμερα, δηλαδή μόνο στη βάση ποσοτικών κριτηρίων, είναι ευθεία συνάρτηση του παρουσιαστή του που προσωποποιεί κατά κάποιο τρόπο την εικόνα του εκάστοτε σταθμού για τον οποίο εργάζεται.
 Η τάση αυτή παγιώνεται από τον άκρατο ανταγωνισμό των καναλιών που οδηγεί σε αυτό που  αποκαλείται  κυκλική κυκλοφορία της πληροφορίας .
Πρόκειται για την κάλυψη των ίδιων ακριβώς γεγονότων με παρεμφερή τρόπο σε σημείο που το μοναδικό διαφοροποιητικό γνώρισμα των ενημερωτικών εκπομπών να είναι η ταυτότητα και ο τόνος του δημοσιογράφου-παρουσιαστή.
  Έτσι τα κανάλια επωφελούνται έμμεσα από το δημοσιογραφικό κεφάλαιο των «σταρ » και το κύρος που αυτοί προσδίδουν στα αντίστοιχα προγράμματα, στην ανάπτυξη όμως του οποίου τα ίδια τα μέσα συνέβαλλαν. Καταυτόν τον τρόπο η εξάρτηση της ελίτ των δημοσιογράφων ως προς τους εργοδότες τους, στους οποίους και οφείλουν αυτή τους την ιδιότητα,  πολλαπλασιάζεται.

 Η ταύτιση των περισσότερο προβαλλόμενων δημοσιογράφων με τα οικονομικά κέντρα του επικοινωνιακού συστήματος ενισχύεται κι όταν οι ίδιοι εξορμούν στο επιχειρηματικό πεδίο μέσω της δημιουργίας νέων ιδιόκτητων έντυπων ή ραδιοτηλεοπτικών μέσων.
 Αυτό γιατί η επιτυχία τους εξαρτάται από την προβολή που αποκομίζουν από τα καθεστηκυία μέσα μεγάλης ακροαματικότητας όπως τα ιδιωτικά κανάλια τηλεόρασης. Εμφανίζεται σε αυτήν την περίπτωση η διπλή εκ των πραγμάτων εξάρτηση των δημοσιογράφων-εκδοτών από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, σε πρώτο βαθμό ως προς τον εργοδότη τους και σε δεύτερο ως προς το μέσο προώθησης των ίδιων των επιχειρηματικών τους συμφερόντων.
Συνεπώς η ανάπτυξη οριζόντια συγκεντρωμένων εταιρειών μαζικής επικοινωνίας αυξάνει κατακόρυφα την έτσι κι αλλιώς σημαντική επιρροή των ιδιοκτητών ΜΜΕ στους δημοσιογράφους-υπαλλήλους τους. Όμως μία τέτοια διαμόρφωση δυσχεραίνει την άσκηση ελεύθερης κριτικής από τα μέσα και επιβαρύνει ή σε κάποιες περιπτώσεις ακυρώνει την υγιή λειτουργία της δημόσιας σφαίρας και κατ’επέκταση την επίτευξη του κοινού συμφέροντος.
 Η τάση αυτή ενδυναμώνεται όσο τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων διακλαδώνονται σε άλλους τομείς της οικονομίας, εκτός την επικοινωνίας, μέσω της διαγώνιας συγκέντρωσης που θα εξετάσουμε πιο πέρα.
 Πλεονεκτήματα κάθετης συγκέντρωσης
Παράλληλα με την διαδικασία της πρώτης διαμόρφωσης που περιγράφηκε παραπάνω, τα μεγάλα συγκροτήματα του ελληνικού επικοινωνιακού συστήματος ακολουθούν μία πολιτική κάθετης ολοκλήρωσης. Μέσω αυτής στοχεύουν στον έλεγχο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα προ και μετά της καθεαυτού λειτουργίας ενός μέσου ενημέρωσης και για την οποία είναι απολύτως απαραίτητες.
 Οι δραστηριότητες αυτές αφορούν κυρίως τις φάσεις της παραγωγής και διανομής των ενημερωτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Στον χώρο του τύπου η κάθετη συγκέντρωση εκ μέρους ενός εκδότη έντυπων μέσων συνίσταται στον ταυτόχρονο έλεγχο εκτυπωτικού βιομηχανικού συγκροτήματος και πρακτορείου διανομής τύπου. Στον τομέα της ιδιωτικής τηλεόρασης, η ίδια διαμόρφωση αφορά τον έλεγχο εταιρειών παραγωγής τηλεοπτικών εκπομπών αλλά και υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης από έναν ιδιοκτήτη τηλεοπτικού σταθμού.
Η στρατηγική αυτή στοχεύει στον έλεγχο ολόκληρης της διαδικασίας παραγωγής και διακίνησης της πληροφορίας επιτυγχάνοντας έτσι την αποκόμιση ολόκληρης της προστιθέμενης αξίας που αυτή εμπεριέχει. Από αυτή την άποψη η κάθετη ολοκλήρωση συνιστά ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα των συγκροτημάτων επικοινωνίας που την υιοθετούν έναντι εταιρειών μικρότερης εμβέλειας.
 Αυτό γιατί τα κάθετα συγκεντρωμένα ΜΜΕ χαίρουν ευνοϊκότερων συνθηκών από οικονομικής άποψης σε ότι αφορά την προμήθεια και την διάθεση των προϊόντων τους. 
  Διαγώνια συγκέντρωση και διακλάδωση επιχειρηματικών συμφερόντων
Όπως προαναφέρθηκε, εάν αναλύσουμε σχηματικά το θέμα της συγκέντρωσης στο χώρο της επικοινωνίας υπό το πρίσμα της ιδιοκτησίας, η τρίτη διαμόρφωση που συναντάμε είναι αυτή της διαγώνιας συγκέντρωσης.
 Πρόκειται περί της διακλάδωσης των επιχειρηματικών συμφερόντων των ιδιοκτητών συγκροτημάτων ΜΜΕ σε τομείς που δεν συνδέονται με τον ευρύτερο χώρο της μαζικής επικοινωνίας όπως η βιομηχανία, οι κατασκευές, ο τουρισμός, η ενέργεια, οι τραπεζικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες. Η τάση αυτή αναπτύσσεται ιδιαίτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες λόγω της γενικευμένης απορρύθμισης των τηλεπικοινωνιών αλλά και των ΜΜΕ σε παγκόσμιο επίπεδο.
 Η απελευθέρωση των αγορών και η εμφάνιση νέων προϊόντων όπως η κινητή τηλεφωνία, το διαδίκτυο και η συνδρομητική και δορυφορική τηλεόραση προσέλκυσαν μεγάλες πολυεθνικές βιομηχανίες στο χώρο της επικοινωνίας λόγω των αυξημένων κερδών που οι δραστηριότητες αυτές επιφέρουν.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα μια τέτοιας μορφής εξέλιξης είναι η εξαγορά των αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων NBC και CBS από τους βιομηχανικούς κολοσσούς στο χώρο της άμυνας και της πυρηνικής ενέργειας General Electric και Westinghouse αντίστοιχα.
 Στην Ευρώπη το πρώτο κανάλι της γαλλικής τηλεόρασης TF1 είναι ιδιοκτησία της πολυεθνικής Bouygues μιας από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στον κόσμο.
Ο Silvio Berlusconi, πρώην(και νυν) πρωθυπουργός της Ιταλίας και ιδιοκτήτης του χρηματιστικού πόλου Fininvest, που ελέγχει μέσω της Mediaset τα τρία μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα της χώρας, Canale 5, Italia 1 και Retequattro, ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα από τον τομέα των κατασκευών.
 Η αναζήτηση επιπρόσθετων πόρων εκ μέρους των εταιρειών μαζικής επικοινωνίας στην προσπάθεια τους να ανταπεξέλθουν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον και η είσοδος τους στο χρηματιστήριο διευκόλυνε τη διαδικασία διαγώνιας συγκέντρωσης και άνοιξε το δρόμο στις πολυεθνικές για να πάρουν τον έλεγχο των πιο προσοδοφόρων ΜΜΕ.
Παράλληλα, εταιρείες προερχόμενες από τον χώρο της επικοινωνίας, εκμεταλλευόμενες την κατακόρυφη αύξηση των εσόδων τους ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία επενδύοντας σε άλλους παραγωγικούς τομείς. Κατά συνέπεια, η διαγώνια συγκέντρωση, σε συνδυασμό με τις προαναφερθέντες τάσεις της πρώτης διαμόρφωσης και της κάθετης ολοκλήρωσης, εγκαθιστούν σταδιακά τα ΜΜΕ και την πολιτιστική βιομηχανία γενικότερα στο κέντρο του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος.
  Αναδεικνύεται έτσι ο στρατηγικός τους ρόλος για τη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς σε εθνικό όπως και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μία ιδιαίτερα προβληματική περίπτωση διαγώνιας οικονομικής συγκέντρωσης είναι αυτή των ομίλων που ελέγχουν σημαντικής εμβέλειας ραδιοτηλεοπτικά και έντυπα μέσα όντας ταυτόχρονα προμηθευτές του δημοσίου. Αυτό γιατί έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα ΜΜΕ που διαθέτουν για να ασκήσουν πίεση στις εκάστοτε κυβερνήσεις με σκοπό να αποσπάσουν δημόσια κονδύλια.
 Η διαμόρφωση αυτή είναι το αντικείμενο της νομοθεσίας περί βασικού μετόχου. Πριν όμως εξετάσουμε ενδελεχώς το θεσμικό πλαίσιο που αφορά στον περιορισμό της οικονομικής συγκέντρωσης στο ελληνικό επικοινωνιακό σύστημα, θα προσπαθήσουμε να το σκιαγραφήσουμε μέσα από την σύντομη παρουσίαση των βασικών του παραγόντων.
  Βασικοί παράγοντες της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα
   Η διαδικασία συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας στα ΜΜΕ δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο αλλά το αποτέλεσμα μιας γενικότερης τάσης του οικονομικού συστήματος.
 Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά της είναι η απορρύθμιση της οικονομίας και η αποδέσμευση του κράτους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό που πηγάζει από τα δύο προηγούμενα είναι η μετάλλαξη του χρηματιστικού συστήματος που επιτρέπει την δημιουργία περίπλοκων σχημάτων ιδιοκτησίας με τη συμμετοχή διεθνών χρηματιστικών οχημάτων (εταιρείες offshore, holdings) που διαφεύγουν των τοπικών αρχών.
 Ως αποτέλεσμα η βιομηχανία της επικοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο ελέγχεται από ένα μικρό αριθμό συγκροτημάτων.
Στην Ελλάδα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι σημαντικότεροι παράγοντες του τομέα της επικοινωνίας ήταν εκδότες ημερήσιων εφημερίδων. Αυτό γιατί η ΕΡΤ είχε το μονοπώλιο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων. Από την άποψη του κύκλου εργασιών όμως το οικονομικό βάρος των εκδοτών ήταν αμελητέο. Το 1988 δημιουργήθηκαν οι πρώτοι ιδιωτικοί και δημοτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί και στο διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 1989 και Ιανουαρίου 1990 εξέπεμψαν τα πρώτα δύο ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια MEGA και ANT1.
 Σταδιακά στη δεκαετία του ‘90 κι άλλοι ιδιωτικοί σταθμοί είδαν το φως στην ελληνική αγορά όπως ο «παλιός» ΣΚΑΪ, μετέπειτα ALPHA, ο ALTER και ο STAR, που μαζί με την ΕΤ1 και τη ΝΕΤ συμπληρώνουν τις πρώτες θέσεις της τηλεθέασης.
  Παράλληλα την ίδια περίοδο η τηλεόραση εκθρόνισε τον ημερήσιο τύπο ως προς την οικονομική και πολιτική της σημασία αφού έγινε σε σύντομο διάστημα το πιο διαδεδομένο μέσο ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. Είναι γνωστό ότι το όλο εγχείρημα της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα διεξήχθη σε καθεστώς πλήρους ανομίας.
  Αυτό γιατί η απελευθέρωση της τηλεοπτικής αγοράς δεν συνοδεύτηκε από το ανάλογο νομοθετικό πλαίσιο αλλά και τα κατάλληλα μέσα ελέγχου εκ μέρους του κράτους.  
Η οικονομική συγκέντρωση των ελληνικών ΜΜΕ έχει τις ρίζες της σε αυτήν ακριβώς την περίοδο. Μία από τις ιδιαιτερότητες της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελέγχεται από συγκροτήματα των οποίων η πρωταρχική δραστηριότητα ήταν η έκδοση ημερήσιων εφημερίδων.
  Αυτό γιατί για πολιτικούς λόγους οι διαδοχικές κυβερνήσεις θέλησαν να ενισχύσουν τους φίλα προσκείμενους εκδότες. Γενικότερα η δυνατότητα δημιουργίας ραδιοτηλεοπτικού σταθμού και τα κέρδη από την εκπομπή ψυχαγωγικών και ενημερωτικών προγραμμάτων εκ μέρους των επιχειρηματιών αποτέλεσε αντικείμενο συνδιαλλαγής με την πολιτική εξουσία από γέννησης της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης στη χώρα και όπως θα δούμε συνεχίζει να είναι. 

  Το 2008 οι κυριότεροι παράγοντες της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα είναι ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, η Πήγασος Εκδοτική του Γιώργου Μπόμπολα, οι Χ.Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις (MEGA), ο Όμιλος Αντέννα του Μίνου Κυριακού (ANT1), ο Όμιλος Κοντομηνά (ALPHA), ο Όμιλος Βαρδινογιάννη (STAR), ο Όμιλος Κουρή (ALTER) και ο Όμιλος Αλαφούζου (ΣΚΑΪ). Tο σύνολο των προαναφερθέντων παραγόντων είναι αντικείμενο οικονομικής συγκέντρωσης των τριών μορφών σε διαφορετικό βαθμό.     
 Θεσμικό πλαίσιο και οικονομική συγκέντρωση
Η μερική παρουσίαση κάποιων εκ των κύριων παραγόντων της ελληνικής τηλεόρασης που επιχειρήθηκε προηγούμενα αποδεικνύει τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στο χώρο της επικοινωνίας. Πράγματι, μέσω μίας τέτοιας εξέτασης διαπιστώνουμε ότι τα ελληνικά ΜΜΕ λειτουργούν σε ένα επικοινωνιακό σύστημα το οποίο ουσιαστικά αποτελείται από μία δεκάδα χρηματιστικών πόλων με επιχειρηματικές δραστηριότητες που διακλαδώνονται σε όλους σχεδόν τους επιμέρους τομείς της πολιτιστικής βιομηχανίας αλλά και έξω από αυτήν.
 Όπως είδαμε, οι σχέσεις των παραγόντων αυτών χαρακτηρίζονται καταρχήν από έναν οξύ ανταγωνισμό σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς, όπως για παράδειγμα τα διαφημιστικά έσοδα της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά ταυτόχρονα από κοινά συμφέροντα σε άλλους. Η διαμόρφωση αυτή καταλήγει σε προσωρινές συγκρούσεις και συμμαχίες των οποίων οι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται χωρίς όμως να επηρεάζονται τα βασικά χαρακτηριστικά του επικοινωνιακού συστήματος στο σύνολο του.
Αιτιολόγηση του θεσμικού πλαισίου της ιδιωτικής τηλεόρασης
Το θεσμικό πλαίσιο που αφορά στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα μαζικής επικοινωνίας διαφοροποιείται αισθητά από εκείνο που ορίζει το πλαίσιο λειτουργίας του τύπου. Αυτό γιατί,  σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα η ραδιοτηλεοπτική δραστηριότητα αποτελεί δημόσια υπηρεσία με την έννοια ότι σκοπός της είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος .
  Η αρχική προέλευση μιας τέτοιας θεώρησης πηγάζει από την τεχνική φύση του μέσου. Πράγματι, εν αντιθέσει με τον τύπο, η λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων προϋποθέτει την χρησιμοποίηση των ερτζιανών συχνοτήτων μετάδοσης, ενός αγαθού το οποίο χαρακτηρίζεται από σχετική σπανιότητα. Καταυτόν τον τρόπο η αναλογική μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων αποτελεί εκ φύσεως μία ολιγοπωλιακή δραστηριότητα, ένα χαρακτηριστικό που σε συνδυασμό με το εύρος του κοινού που αγγίζει η τηλεόραση και το ραδιόφωνο νομιμοποιεί το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους.
  Ας σημειωθεί ότι στις 13 Νοεμβρίου  2008 το ΕΣΡ  ενέκρινε τις αιτήσεις 42 από τα 127 περιφερειακά κανάλια για «φηφιακή μετάδοση», διότι από τα υπόλοιπα, άλλα δεν λειτουργούσαν νόμιμα  και άλλα δεν διέθεταν την «απαιτούμενη πληρότητα».
Ο κρατικός έλεγχος αφορά δύο βασικές κατευθύνσεις : κατά πρώτο λόγο το περιεχόμενο των προγραμμάτων και κατά δεύτερο τους κανόνες που διέπουν την αδειοδότηση και τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών.
 Ως προς τα προγράμματα ο κρατικός έλεγχος που ασκείται μέσω του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου έχει ως σκοπό την « την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας.
  Από την Συνταγματική αυτή διάταξη πηγάζουν οι περιορισμοί σχετικά με το περιεχόμενο των μεταδιδόμενων προγραμμάτων, παραδείγματος χάρη σε ότι αφορά στη διαφήμιση, στην ακαταλληλότητα προγραμμάτων για τους ανήλικους, στην απαγόρευση μετάδοσης ρατσιστικών ή σεξιστικών απόψεων κ.α.
 Ως προς την αδειοδότηση και τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ο κρατικός έλεγχος στοχεύει στην « αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης ».
 Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης σκοπεύει στη προάσπιση και προαγωγή της πολυφωνίας και κατ’επέκταση στην υγιή και απρόσκοπτη λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και τα νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της οικονομικής συγκέντρωσης στον χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης.
 Προβλέψεις της νομοθεσίας για την οικονομική συγκέντρωση
Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει την λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα αποτελείται από τον νόμο 2328/1995. Ο νόμος αυτός είναι ο πρώτος που λαμβάνει μέτρα κατά της οικονομικής συγκέντρωσης στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα στο άρθρο 1, παράγραφοι 9, 10 και 11. Σε ότι αφορά την οριζόντια συγκέντρωση ο ν. 2328/1995 απαγορεύει την συμμετοχή του ίδιου φυσικού ή νομικού προσώπου σε περισσότερες από δύο κατηγορίες ΜΜΕ (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες) αλλά και την πολυϊδιοκτησία τηλεοπτικών σταθμών.
 Τα περιοδικά δεν αναφέρονται στην συγκεκριμένη παράγραφο, η οποία έχει ως έμμεσο στόχο την αποφυγή της μονόπλευρης ενημέρωσης του κοινού, γιατί δεν θεωρούνται από τον νομοθέτη μέσα ενημέρωσης αλλά ψυχαγωγίας. Κατά τον ίδιο τρόπο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να είναι μέτοχος σε μία μόνο εταιρεία που κατέχει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τηλεοπτικού σταθμού.
 Για τον έλεγχο των παραπάνω διατάξεων ο νομοθέτης έχει προβλέψει την ονομαστικοποίηση των μετοχών των τηλεοπτικών σταθμών.
 Όμως η συγκεκριμένη νομοθεσία ψηφίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μία εποχή κατά την οποία η πολυπλοκότητα και η παγκοσμιοποίηση του χρηματιστικού συστήματος δεν είχε φτάσει στα σημερινά επίπεδα.
Όπως είδαμε στην παρουσίαση κάποιων από τους κύριους παράγοντες του ελληνικού επικοινωνιακού συστήματος, σήμερα η συναρμολόγηση περίπλοκων χρηματιστικών οχημάτων επιτρέπει την παράκαμψη των προαναφερθέντων περιορισμών. Αυτό γιατί είναι δύσκολος έως αδύνατος ο πλήρης έλεγχος της σύνθεσης του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας όταν σε αυτή συμμετέχουν holdings και υπεράκτιες εταιρείες.
 Ο έλεγχος καθίσταται ακόμη πιο δύσκολος όταν υπεύθυνος για αυτόν είναι ένας οργανισμός με περιορισμένα μέσα και έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στον χρηματοπιστωτικό τομέα όπως το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Έτσι, σύμφωνα με πρώην μέλος του, στην Ελλάδα ήδη από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις οριζόντιας συγκέντρωσης στο χώρο των ΜΜΕ που αντίκεινται στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
Ο Συγκεκριμένος νόμος προβλέπει επίσης ότι κάθε μέτοχος εταιρείας που κατέχει άδεια τηλεοπτικού σταθμού μπορεί να συμμετέχει στο κεφάλαιο αυτής σε ποσοστό μέχρι 25%. Η πρόβλεψη αυτή επεκτείνει την απαγόρευση στα συγγενικά πρόσωπα των μετόχων μέχρι και τέταρτου βαθμού εάν τα τελευταία δεν μπορούν να αποδείξουν την οικονομική τους αυτοτέλεια.
 Ο σκοπός αυτής της διάταξης είναι η αποφυγή του πλήρους ελέγχου ενός τηλεοπτικού σταθμού από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο το οποίο και θα μπορεί να διαμορφώνει αποκλειστικά την δημοσιογραφική του γραμμή. Η ύπαρξη περισσότερων από έναν βασικών μετόχων θεωρείται από τον νομοθέτη ως εχέγγυο για την διατήρηση της πολυφωνίας στο εσωτερικό μιας τέτοιας επιχείρησης αφού προϋποθέτει την ισορρόπηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών της.
 Εν τούτοις, εάν λάβουμε υπόψη μας τη μετοχική σύνθεση των κυριότερων ιδιωτικών καναλιών της χώρας συμπεραίνουμε ότι όλα, εκτός του MEGA, ανήκουν σε χρηματιστικούς πόλους οι οποίοι με τη σειρά τους βρίσκονται υπό τον πλήρη έλεγχο ενός φυσικού προσώπου ή οικογένειας. Κατά συνέπεια, η διαμόρφωση αυτή αποτελεί καταστρατήγηση του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου και αντιτίθεται ευθέως στο πνεύμα του ν. 2328/1995.
Σε ότι αφορά την κάθετη συγκέντρωση, το άρθρο 10 παράγραφος 4 του 2328/1995 προέβλεπε ότι η ιδιότητα του παραγωγού οπτικοακουστικών έργων ήταν ασυμβίβαστη μεταξύ άλλων με αυτή του ιδιοκτήτη ή μετόχου ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού.
 Η διάταξη αυτή στόχευε στον διαχωρισμό της παραγωγής από τη μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων για την αποφυγή της αποκλειστικής προμήθειας εκπομπών εκ μέρους ενός καναλιού από εταιρεία παραγωγής δικής του ιδιοκτησίας.
 Βέβαια, όπως είδαμε νωρίτερα, αυτή η διαμόρφωση ήταν και είναι ευρέως διαδεδομένη αφού όλοι οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών διαθέτουν εδώ και αρκετά χρόνια εταιρείες τηλεοπτικών παραγωγών. Ως εκ τούτου, μέχρι και τον Ιούλιο του 2003 οι προαναφερθέντες τηλεοπτικοί παράγοντες παραβίαζαν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
  Η παραβίαση αυτή έπαψε να υπάρχει όταν ψηφίστηκε ο ν. 3166/2003 ο οποίος και απάλειψε την παραπάνω διάταξη με την παράγραφο 4 του άρθρου 22. Το ασυμβίβαστο αντικαταστάθηκε με την προβλεπόμενη από το ισχύον δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρέωση ανάθεσης παραγωγής τμήματος του μεταδιδόμενου προγράμματος των τηλεοπτικών σταθμών σε ανεξάρτητες εταιρείες παραγωγής.
  Η ρύθμιση αυτή αποτελεί σαφή χαλάρωση των περιορισμών που προβλέφθηκαν από τον νομοθέτη περί κάθετης συγκέντρωσης στο χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης αλλά που έτσι κι αλλιώς δεν τηρήθηκαν ποτέ.
Τέλος ο ν. 2328/1995 προβλέπει επίσης περιορισμούς όσον αφορά την διαγώνια συγκέντρωση αφού στην παράγραφο 11 του άρθρου 1 αναφέρεται ρητά το ασυμβίβαστο μεταξύ της ιδιότητας του μετόχου εταιρείας που κατέχει άδεια τηλεοπτικού σταθμού και αυτής του μετόχου εταιρείας που αναλαμβάνει έργα ή προμήθειες από μέρους του Δημοσίου. Η διάταξη αυτή αποτελεί και την απαρχή μιας σειράς νομοθετημάτων περί βασικού μετόχου. 
Το χρονικό της νομοθεσίας περί βασικού μετόχου
Η διάταξη του ν. 2328/1995 σχετικά με το ασυμβίβαστο προμηθευτή του δημοσίου και μετόχου τηλεοπτικού σταθμού στοχεύει στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος από τη χρήση αθέμιτων μέσων για την εξασφάλιση κρατικών κονδυλίων.
  Η βασική ιδέα που την διαπερνά είναι ότι οι οικονομικοί παράγοντες της τηλεόρασης που δραστηριοποιούνται και σε άλλους τομείς μέσω της διαγώνιας συγκέντρωσης έχουν την δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχουν για να ασκήσουν πίεση προς την πολιτική εξουσία ώστε να επιτύχουν ευνοϊκή μεταχείριση των εταιρειών τους.
 Στην συνταγματική αναθεώρηση του 2001 η διάταξη αυτή προστέθηκε στο Σύνταγμα της χώρας και ψηφίστηκε και από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία καθώς και από τον Συνασπισμό.
Η ομοφωνία αυτή βρίσκει την εξήγηση της σε τρία χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας τα οποία εμμέσως ή αμέσως αναγνωρίστηκαν ως πραγματικά από το νομοθετικό σώμα της Βουλής.
 Πρώτον, μία μακρά περίοδος δικομματικής διακυβέρνησης που δημιούργησε τις προϋποθέσεις συνδιαλλαγής μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των βασικών παραγόντων του επικοινωνιακού συστήματος. Δεύτερον, μια ανισομερή οικονομική ανάπτυξη της χώρας στην οποία το κράτος αποτελεί και τον κύριο κάτοχο και επενδυτή σημαντικών κεφαλαίων μέσω των δημόσιων έργων.
 Η τάση αυτή οξύνθηκε αισθητά μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την πόλη της Αθήνας και την υποχρέωση εκτέλεσης σημαντικών κατασκευαστικών έργων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τρίτον, το καθεστώς ανομίας μέσα στο οποίο έγινε η απορρύθμιση της τηλεοπτικής συνιστώσας του επικοινωνιακού συστήματος, που επέτρεψε τη χειραγώγηση των μέσων για αλλότριους σκοπούς, και το οποίο διαιωνίζεται.
 Ο συνδυασμός των χαρακτηριστικών αυτών οδήγησε τους Έλληνες βουλευτές στην ψήφιση της συνταγματικής αυτής διάταξης η οποία και αποτελεί μέρος του άρθρου 14 περί ελευθερίας του τύπου. Το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό αφού το ασυμβίβαστο φαίνεται να στοχεύει πρωτίστως στην υγιή λειτουργία των μέσων ενημέρωσης και κατ’επέκταση της δημόσιας σφαίρας και δευτερευόντως στην αναδιάρθρωση του συστήματος ανάθεσης των δημοσίων έργων.
Η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη εισάγει δύο έννοιες οι οποίες δεν υπήρχαν σε αυτή τη μορφή στον ν. 2328/1995, αυτές του βασικού μετόχου και του παρένθετου προσώπου. Η πρώτη αφορά τους μετόχους, που χωρίς να διαθέτουν την πλειοψηφία του κεφαλαίου, μπορούν να ασκούν επιρροή στην στρατηγική μίας επιχείρησης και η δεύτερη τους πλασματικούς μετόχους που ουσιαστικά ελέγχονται από τρίτους αφού δεν διαθέτουν οικονομική αυτονομία.
 Ο ακριβής καθορισμός των εννοιών αυτών αφέθηκε για αργότερα. Έτσι η πρώτη νομοθετική εφαρμογή της συνταγματικής διάταξης περί βασικού μετόχου έγινε από την κυβέρνηση Σημίτη το 2002 μέσω του εκτελεστικού νόμου 3021/2002. Εκεί αποφασίστηκε η υποχρέωση παρουσίασης πιστοποιητικού διαφάνειας από το ΕΡΣ για κάθε εταιρεία που συμμετέχει σε διαγωνισμούς για δημόσια έργα άνω των 250.000 ευρώ.
 Ο βασικός μέτοχος καθορίστηκε ως το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατέχει το λιγότερο 5% του κεφαλαίου μιας εταιρείας. Επίσης δόθηκε η δυνατότητα έκδοσης πιστοποιητικού διαφάνειας σε πρόσωπα του συγγενικού κύκλου βασικού μετόχου τηλεοπτικού σταθμού που όμως μπορούν να αποδείξουν την οικονομική τους αυτοτέλεια την οποία και θα ήλεγχε το ΕΡΣ.
 Τον Απρίλιο του 2003 η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε την πρώτη επιστολή από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά την οποία οι τελευταίες εξέφραζαν την ανησυχία τους σχετικά με την συμβατότητα του νόμου με το ευρωπαϊκό δίκαιο περί προστασίας της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών κατά την οποία η ελληνική κυβέρνηση διαβεβαίωνε τον Επίτροπο για θέματα ανταγωνισμού Bolkestein, ότι ο ν. 3021 ήταν προσωρινός και ότι σύντομα θα υπήρχε εναρμόνιση με την κοινοτική νομοθεσία.
Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2004 άλλαξε αυτό το σχεδιασμό αφού η «μάχη κατά της διαπλοκής» ήταν προεκλογική της υπόσχεση. Έτσι ο ν. 3310 που ήρθε προς ψήφιση στο κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 2005 ήταν καταρχήν πιο αυστηρός από τον προηγούμενο.
  Το ποσοστό του βασικού μετόχου κατέβηκε στο 1% και το ασυμβίβαστο επεκτάθηκε αυτόματα σε όλα τα συγγενικά πρόσωπα αυτού αλλά και τα ιδρύματα. Παράλληλα, όμως το ποσό των δημοσίων αναθέσεων που απαιτούν πιστοποιητικό διαφάνειας ανέβηκε στο 1.000.000 ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αφαίρεσε ουσιαστικά από το πεδίο εφαρμογής του νόμου όλους τους διαγωνισμούς που αφορούν προμήθειες κάτω του ενός εκατομμυρίου ευρώ.
  Έτσι η συγκεκριμένη διάταξη φωτογράφιζε κατά κάποιο τρόπο τον τομέα των κατασκευών στον οποίο δραστηριοποιείται μαζικά μόνο ο χρηματιστικός πόλος Μπόμπολα. Παράλληλα η δανειοδότηση, η οποία και συνιστά σημαντικό φορέα οικονομικής εξάρτησης, δεν έχει συμπεριληφθεί στην διάταξη ούτως ώστε το ασυμβίβαστο να μην αφορά την έμμεση χρηματοδότηση ΜΜΕ εκ μέρους τραπεζών συσχετιζόμενων με το Δημόσιο.
 Η ψήφιση του νέου νόμου δεν είχε λοιπόν άμεσα αποτελέσματα ως προς την οικονομική διάρθρωση των μέσων στη χώρα παρά μόνο την ατελέσφορη προσπάθεια του προαναφερθέντος επιχειρηματία να πουλήσει την Πήγασος Εκδοτική στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Τελικά η μόνη συνέπεια του νόμου ήταν η προσωρινή εκχώρηση μετοχών της ΕΛΤΕΧ από τον Λεωνίδα Μπόμπολα στους άλλους βασικούς μετόχους της εταιρείας.
Πάραυτα ο νέος Επίτροπος για θέματα ανταγωνισμού Charles McCreevy απέστειλε προειδοποιητική επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση ζητώντας την άμεση τροποποίηση του νόμου περί βασικού μετόχου. Από την επιστολή αυτή που δημοσιεύτηκε στον ελληνικό τύπο και η οποία ανακεφαλαιώνει την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών συμπεραίνουμε τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ελληνικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Επίτροπου McCreevy ο ν. 3310/2005 αντίκειται σε βασικές αρχές της κοινής αγοράς, αυτές της ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας και της ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου και για αυτό πρέπει να τροποποιηθεί.
 Συνεπώς, η διασφάλιση της υγιούς λειτουργίας της δημόσιας σφαίρας και, κατ’επέκταση, η προστασία της πολυφωνίας που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση, η οποία και αποτελεί δημόσιο αγαθό, θεωρείται ως υποδεέστερος στόχος από την απρόσκοπτη οικονομική δραστηριότητα μολονότι η τελευταία αφορά κατά κύριο λόγο συμφέροντα ιδιωτών.

 Έστω και αν η συνταγματική διάταξη από την οποία και πηγάζει ο εν λόγω εκτελεστικός νόμος αναφέρεται ρητά στη ελευθερία του τύπου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι το ζήτημα αφορά αποκλειστικά τον Επίτροπο για θέματα ανταγωνισμού και όχι την Επίτροπο υπεύθυνη για θέματα επικοινωνίας και πολιτισμού. Η  ερμηνεία αυτή έχει σημαντικές συνέπειες αναφορικά με τον χειρισμό του θέματος.
 Αυτό γιατί τα θέματα ανταγωνισμού συνιστούν τον κατεξοχήν τομέα ευθύνης της ΕΕ και ως εκ τούτου το πρωτογενές και δευτερογενές ευρωπαϊκό δίκαιο υπερτερεί του εθνικού το οποίο και πρέπει να εναρμονιστεί με το πρώτο. Από την άλλη, όλες οι σχετικές αποφάσεις αφήνουν την ευθύνη του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των ΜΜΕ στις κυβερνήσεις των χωρών μελών των οποίων η νομοθεσία υπακούει στις εθνικές ιδιαιτερότητες.
  Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει καταυτό τον τρόπο μία επιλεκτική ερμηνεία του προβλήματος θεωρώντας ως πιο σημαντική του διάσταση τους περιορισμούς που ο νόμος επιβάλλει στην επιχειρηματική δραστηριότητα και όχι τα αναμενόμενα αποτελέσματα από αυτούς για την λειτουργία των ΜΜΕ στην χώρα. Τέλος, οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΕ υιοθετούν μία τεχνοκρατική προσέγγιση αφού δεν δέχονται ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της ιδιοκτησίας ενός μέσου ενημέρωσης και της δημοσιογραφικής του γραμμής.  Με άλλα λόγια, θεωρούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει χειραγώγηση ενός μέσου και μάλιστα από μετόχους που δεν διαθέτουν την απόλυτη πλειοψηφία του κεφαλαίου αφού η δημοσιογραφική δεοντολογία το απαγορεύει.
 Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Καραμανλή υποστήριξε στην αλληλογραφία με την ΕΕ ότι ο ν.3310 αποσκοπεί στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος και ότι τα  λαμβανόμενα μέτρα είναι κατάλληλα και ανάλογα του επιδιωκόμενου σκοπού.
  Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αναφέρει ρητά ότι η νομοθεσία αφορά κατά κύριο λόγο τις ελληνικές επιχειρήσεις αφού μόνο οι τελευταίες θεωρούνται ικανές να καταχραστούν την επιρροή στα μέσα ιδιοκτησίας τους για να αποκτήσουν δημόσιες συμβάσεις. Καταυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται ένας πιο αποτελεσματικός ανταγωνισμός προς όφελος των αλλοδαπών επιχειρήσεων σε σχέση με τις ελληνικές διασυνδεόμενες με ΜΜΕ εταιρείες.
 Διαφαίνεται από αυτήν την επιχειρηματολογία ότι σκοπός της νομοθετικής ρύθμισης δεν ήταν τόσο η περιφρούρηση του τομέα της μαζικής επικοινωνίας με σκοπό την υγιή του λειτουργία, αλλά, πρωτίστως, η αναδιάρθρωση του οικονομικού συστήματος μέσω της διευκόλυνσης της δραστηριοποίησης πολυεθνικών συγκροτημάτων στην ελληνική αγορά με παράλληλη εξασθένιση μη φίλα προσκείμενων προς την κυβέρνηση οικονομικών παραγόντων.
 Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι τα μέτρα που ελήφθησαν δεν θέτουν σε αμφισβήτηση καθεαυτή την οικονομική συγκέντρωση στον χώρο της τηλεόρασης ούτε τις συνέπειες του άκρατου ανταγωνισμού στο πεδίο αυτό παρά σκοπεύουν μόνο στην αναπροσαρμογή της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Έτσι, μολονότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξεδήλωσε καθαρά την δυσφορία της όχι μόνο για τον εκτελεστικό νόμο 3310/2005 αλλά σαφώς και για το άρθρο 14 του Συντάγματος και παρ όλες τις δηλώσεις της ελληνικής κυβέρνησης περί προστασίας αυτού, μία νέα τροποποίηση του νόμου ψηφίστηκε με τη διαδικασία του κατεπειγόντως από τη Βουλή, τον Νοέμβριο του 2005.
 Με την τροποποίηση αυτή δεν υφίσταται πλέον τεκμήριο ασυμβίβαστου λόγω της ιδιότητας του βασικού μετόχου, αλλά αυτό θα πρέπει να αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση από το ΕΡΣ.
 Με τη διάταξη αυτή, που καθιστά ανενεργή την ουσία του σχετικού συνταγματικού άρθρου, κλείνει ο κύκλος μιας προσπάθειας καταπολέμησης των αρνητικών συνεπειών της διαγώνιας συγκέντρωσης των ΜΜΕ για το πολιτικό σύστημα. Η συνταγματική αναθεώρηση που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2006 αναμένεται να τροποποιήσει προς την ίδια κατεύθυνση και την παράγραφο 9 του άρθρου 14 του Συντάγματος.
 Συμπεράσματα
Μέσα από την ανάλυση του φαινομένου της οικονομικής συγκέντρωσης στο χώρο των μέσων ενημέρωσης και, ειδικότερα, σε αυτόν της ιδιωτικής τηλεόρασης προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τους κινδύνους που αυτό υποθάλπει για την υγιή λειτουργία της δημόσιας σφαίρας και κατ’επέκταση της δημοκρατίας στη χώρα.
 Αυτό γιατί η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και του κύκλου εργασιών, η οποία είναι και η λογική συνέπεια της γενικότερης λειτουργίας του οικονομικού συστήματος, περιορίζει αισθητά το φάσμα των απόψεων που έχουν την δυνατότητα να φτάσουν μέχρι το ευρύ κοινό και άρα να συμμετέχουν επί ίσοις όροις στο δημόσιο διάλογο αναφορικά με τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικού ενδιαφέροντος. Η παρουσίαση κάποιων από τους βασικούς παράγοντες του ελληνικού επικοινωνιακού συστήματος που επιχειρήσαμε ανέδειξε γλαφυρά και την έκταση του φαινομένου.
 Τέλος, η αναδρομή στο θεσμικό πλαίσιο που αφορά στη συγκέντρωση των ΜΜΕ εξέθεσε την πολυπλοκότητα του θέματος για τον νομοθέτη και κυρίως τις δυσκολίες σε ότι αφορά τον έλεγχο της τήρησης του πλαισίου αυτού.
Οι δυσκολίες αυτές και η εκ των πραγμάτων προβληματική κατάσταση της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα ώθησαν την ελληνική κυβέρνηση, διά του πρώην υπουργού Επικρατείας, υπεύθυνου για θέματα τύπου, πρώην δημοσιογράφου «σταρ» Θόδωρου Ρουσόπουλου, να προχωρήσει στην έναρξη διαλόγου σχετικά με τη συγκέντρωση και αδειοδότηση των ΜΜΕ στη βάση συγκεκριμένων προτάσεων.
 Οι προτάσεις αυτές εκινούντο προς την κατεύθυνση μίας σαφούς χαλάρωσης του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου το οποίο όμως και δεν τηρήθηκε ποτέ πλήρως. Έτσι, πρόθεση της Πολιτείας φαίνεται να είναι η νομιμοποίηση του τρέχοντος status quo μέσω της κατάργησης των σημαντικότερων περιορισμών όσον αφορά την συγκέντρωση της ιδιοκτησίας.
 Σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Επικρατείας  και πρώην «σταρ» δημοσιογράφο,«η πρόταση αυτή βασίζεται στην ανάγκη, αφενός σεβασμού της συνταγματικής διάταξης και αφετέρου στην αποφυγή άσκοπων περιορισμών, που και την επιχειρηματικότητα θα εμπόδιζαν και η εφαρμογή τους θα ήταν ανέφικτη ».
Τα τρία κύρια επιχειρήματα της πρότασης αυτής είναι η αναγκαιότητα αντικατάστασης του κριτηρίου της ιδιοκτησίας από αυτό της « δεσπόζουσας θέσης », η εναρμόνιση του ελληνικού πλαισίου με τα διεθνή πρότυπα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις.
 
 Η έννοια της δεσπόζουσας θέσης είναι προϊόν του δικαίου περί ανταγωνισμού και αφορά το σύνολο της οικονομίας. Νοείται ως η δυνατότητα μιας επιχείρησης να ασκεί έλεγχο σε μία συγκεκριμένη αγορά περιορίζοντας καταυτό τον τρόπο τον ανταγωνισμό.
 Αντίθετα με τους περιορισμούς στην ιδιοκτησία, οι οποίοι και ισχύουν κατ’εξαίρεση στον χώρο των μέσων ενημέρωσης λόγω της ιδιαίτερης φύσης του, η εφαρμογή της αρχής της δεσπόζουσας θέσης εξισώνει τον τομέα αυτό με τις υπόλοιπες αγορές και συνεπώς ουσιαστικά ακυρώνει την ιδιαιτερότητα αυτή.
Εκτός των δυσκολιών ακριβούς καθορισμού της δεσπόζουσας θέσης λόγω της πολυπλοκότητας του επικοινωνιακού συστήματος που εξετάσαμε προηγουμένως, το όριο του 30% της τηλεθέασης ή του κύκλου εργασιών που προτείνεται ως βασικό κριτήριο θεσμοθετεί ακριβώς την οξεία οικονομική συγκέντρωση.
 Αυτό, γιατί οδηγεί μεσοπρόθεσμα στον έλεγχο της ιδιωτικής τηλεόρασης της χώρας από τρεις χρηματιστικούς πόλους οι οποίοι και θα ελέγχουν το 90% της αγοράς, μία διαμόρφωση που θα αποτελούσε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική συγκέντρωση από την τωρινή.
 Επιπροσθέτως, η εφαρμογή του κριτηρίου της δεσπόζουσας θέσης αφορά στους οικονομικούς παράγοντες έναν προς έναν και όχι στο επικοινωνιακό σύστημα στο σύνολό του που, όπως είδαμε, λειτουργεί στη βάση αλληλεπιδράσεων και εφαπτόμενων συμφερόντων.
Όμως ο κίνδυνος για τη δημοκρατία δεν προέρχεται από την ανάδειξη ενός πανταχού παρόντος Μεγάλου Αδελφού ο οποίος και θα χειραγωγεί ηθελημένα τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχει, με στόχο τη συνεχή παραπλάνηση της κοινής γνώμης.
 Ο κίνδυνος προέρχεται από την σύσταση και λειτουργία ενός κλειστού επικοινωνιακού συστήματος το οποίο αποτελείται από ένα μικρό αριθμό χρηματιστικών πόλων οι οποίοι και λειτουργούν με τα ίδια ανταγωνιστικά κριτήρια άμεσης αποδοτικότητας και υψηλής κερδοφορίας, αποκλείοντας ταυτόχρονα από την δημόσια σφαίρα κάθε μη επικερδή έκφραση. Αυτό όμως το διακύβευμα, το οποίο και θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο κάθε σκέψης σχετικής με την επικοινωνιακή συγκέντρωση, απουσιάζει παντελώς από τις παραπάνω προτάσεις.
  Το δεύτερο επιχείρημα αφορά την εναρμόνιση του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου με τις επικρατούσες απόψεις στις κύριες ευρωπαϊκές χώρες. Η αποδοχή αυτή θεωρεί ως δεδομένο το γεγονός ότι τα μέσα ενημέρωσης και κατά συνέπεια η δημόσια σφαίρα λειτουργούν με καλύτερο και πιο ευεργετικό για το κοινό συμφέρον, τρόπο στις χώρες αυτές.
  Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Στο σύνολο των δυτικών χωρών ο προβληματισμός για την διαρκή υποταγή της δημόσιας σφαίρας στα κριτήρια της αγοράς είναι μεγάλος. Απόδειξη αποτελεί η εκτενής επιστημονική βιβλιογραφία πάνω στο ζήτημα της οποίας ένα μικρό τμήμα αναφέραμε στο παρόν άρθρο.
 Με κύριο παράδειγμα προς αποφυγή την περίπτωση Berlusconi στην Ιταλία, τα καθεστηκυία μέσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αντικείμενο συνεχούς κριτικής για την ανεπάρκεια τους να εκφράσουν τις κοινωνικές ανησυχίες με ικανοποιητικό τρόπο. Αυτό συμβαίνει λόγω της συγκέντρωσης της δημόσιας πολιτικής έκφρασης στα χέρια λιγοστών οικονομικών παραγόντων που χαρακτηρίζονται από κερδοσκοπικές τάσεις.
 Δεν είναι τυχαίο ότι το Γαλλικό Παρατηρητήριο των Μέσων κατέθεσε πρόσφατα πρόταση για την υιοθέτηση ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιοκτησίας μέσων ενημέρωσης και εταιρείας που αναλαμβάνει δημόσια έργα. Κατά τον ίδιο τρόπο, οργανώσεις δημοσιογράφων αλλά και εξέχοντες πανεπιστημιακοί από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης καταγγέλλουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της τοπικής τηλεόρασης και του τύπου από ένα μικρό αριθμό πολυεθνικών μετά από την απελευθέρωση της αγοράς στη δεκαετία του ‘90.
 Συμπεραίνουμε έτσι ότι η εναρμόνιση του ελληνικού θεσμικού πλαισίου με αυτό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, στην πιο συντηρητική του εκδοχή, δεν αποτελεί πανάκεια για τη λύση προβλημάτων τα οποία είναι οξεία και στις χώρες αυτές.      
Τέλος, το τρίτο επιχείρημα αφορά την εξέλιξη της τεχνολογίας. Όντως στα επόμενα χρόνια η σπανιότητα των ερτζιανών ραδιοτηλεοπτικών κυμάτων θα αντικατασταθεί από την σχετική πληθώρα των ψηφιακών καναλιών λόγω της σταδιακής ανάπτυξης της επίγειας, δορυφορικής και καλωδιακής ψηφιακής τηλεόρασης αλλά και τη λήψη εικόνας μέσω διαδικτυακής σύνδεσης υψηλής ταχύτητας (ADSL και κινητή τηλεφωνία τρίτης γενιάς).
 Όπως έχει γίνει ήδη από τη δεκαετία του ’90 σε παγκόσμιο επίπεδο, το τεχνολογικό επιχείρημα χρησιμοποιείται και εδώ ως δικαιολόγηση της απορρύθμισης της επικοινωνιακής αγοράς. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα μιας τέτοιας πολιτικής, όπως αυτή εκφράζεται από τις κυβερνητικές προτάσεις, θα ήταν η αναπαραγωγή της επικρατούσας κατάστασης και στις νέες συχνότητες που θα είναι σύντομα διαθέσιμες.
Κι όμως, οι ψηφιακοί δίαυλοι αποτελούν μία ιστορική ευκαιρία εξισορρόπησης του επικοινωνιακού συστήματος προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Για να επιτευχθεί όμως ο στόχος αυτός πρέπει να επαναπροσδιορισθούν τα μέσα ενημέρωσης ως κοινωνικά αγαθά και όχι μόνο ως φορέας αγοραίων συνδιαλλαγών.
 Θα πρέπει, λοιπόν, στο μέλλον οι πολίτες να διεκδικήσουν τους νέους δίαυλους επικοινωνίας και η Πολιτεία να ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις αυτές ώστε να αναγνωρίσει και έμπρακτα το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ελεύθερης μαζικής έκφρασης που αποτελεί και τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος.
 Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη διατήρηση αυστηρών περιορισμών σε ότι αφορά όλες τις μορφές οικονομικής συγκέντρωσης στο χώρο της ενημέρωσης σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση των μέσων ελέγχου τήρησης των περιορισμών αυτών.
 Θα συνεχίσουμε με την γενοκτονία της ασφάλτου, την υπαίθρια φονική διαφήμιση και με σχετική συζήτηση που έγινε στην Ολομέλεια της Βουλής στις 10/10/2008, όπου όλες οι «πτέρυγες» του Κοινοβουλίου τοποθετήθηκαν επί της γενοκτονίας της ασφάλτου και εν συνεχεία συνεστήθη μία 15μελής διακομματική «Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Οδικής Ασφάλειας», για την αντιμετώπιση της γενοκτονίας αυτής και την λήψη άμεσων μέτρων σωτηρίας.