Γράφει ο Θαν.Τσιώκος-Πλαπούτας
«Ένα τραγούδι περιμένει ξεχασμένο.
Τα χείλη της παγώσανε τα μάτια της στεγνώσανε
κι ένα τραγούδι περιμένει ξεχασμένο
σαν ένα ορφανό παιδί στον πόλεμο σφαγμένο
Κι η μάνα κλαίει και παρακαλεί
Κάποιο πρωϊ στην πόρτα της να τόβρει αναστημένο
Δάκρυ, το δάκρυ η ψυχή τους ουρανούς μετράει
Τους βγάζει εφτά, τους βγάζει εννιά τους βγάζει δεκαπέντε
Μα τ΄αστρα ευθύς εσβήσανε κι οι άνεμοι σιγήσανε
Εκτός απ΄τον πουνέντε
Τον άνεμο τον δυτικό, τον χιλιομυρωμένο
Χελιδονάκι έστειλε και τόχε ορμηνεμένο
Στο ράμφος του κουβάλαγε το μυστικό κρυμένο
Οι Ουρανοί ν΄ανοίξουνε και το παιδί να δείξουνε
Στη μάνα το καϋμένο.
Στο γαλανό των ουρανών, στα χρώματα τα μύρια
οι άγγελοι φανήκανε, τούτα τα λόγια είπανε:
Μάνα μην κλαίς και μην πονάς και μην παραπονιέσαι
ο γιός σου στο ταξίδι του ανάσα την ανάσα του
για σ’ένα ζει, εσένα συλλογιέται.
Αμνός, μωρό, παιδί, ξεπεταρούδι και πουλί
ποτέ του δεν ξεχνιέται
Το λένε οι λόφοι, τα βουνά, το λέει Λαού Σημαία
Τα χρώματα που λάμπουνε και ραίνουν τον αιθέρα
Τα μάτια της αστράψανε, τα χείλη της μιλήσανε:
Τραγούδι μου δεν είσαι ορφανό, δεν είσαι ξεχασμένο
Απ΄της ψυχής τα βάραθρα βγήκες αναστημένο
Και το σκοτάδι του βυθού τρέμει συγκλονισμένο».